-
1 σχιζόπτερος
σχιζόπτεροςwith cloven: masc /fem nom sg -
2 σχιζόπτερος
σχιζό-πτερος, ον,A with cloven, i. e. feathered, wings, of birds, opp. bats and winged insects ([etym.] ὁλόπτερα), Id.IA 710a5, PA 697b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχιζόπτερος
-
3 σχιζόπτερον
σχιζόπτεροςwith cloven: masc /fem acc sgσχιζόπτεροςwith cloven: neut nom /voc /acc sg -
4 σχιζοπτέρου
σχιζόπτεροςwith cloven: masc /fem /neut gen sg -
5 σχιζοπτέρων
σχιζόπτεροςwith cloven: masc /fem /neut gen pl -
6 σχιζόπτερα
σχιζόπτεροςwith cloven: neut nom /voc /acc pl -
7 σχιζοπτέρω
-
8 σχιζοπτέρῳ
-
9 σχίζω
Aσχίζον Pi.P. 4.228
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔσχισα Od.4.507
([etym.] ἀπο-), h.Merc. 128, etc., [dialect] Ep. :—[voice] Pass., [tense] fut.σχισθήσομαι LXX Za. 14.4
: [tense] pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave,ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes.
l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.;σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24
; ;κάρα πελέκει S.
l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind,σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25
(dub.); butπρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6
; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2
; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.;τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20
,22 (iii A.D.);οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13
.2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49;σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph. 264d
;κατὰ μῆκος Id.Ti. 36b
; σ. τὰς φλέβας divide them, ib. 77d:—[voice] Pass., ;φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20
;ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75
; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (soὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199
(Strat.)); ;σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31
; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA 642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA 494a12; and of various parts of the body, ib. 495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9;φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41
.3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf.σχίσις 2
.II metaph. of divided opinions,σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219
, cf. X.Smp.4.59;ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728
. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.) -
10 σχίσις
A cleavage, parting, Pl.Phd. 97a, 101c; of roads, ib. 108a; of the wings of birds (cf. σχιζόπτερος), Arist.HA 532a26; of the feet of animals (cf. σχιζόπους), Id.PA 663a31; of a plant, Dsc.4.187; of rivers, Plu.2.93f; κατὰ τὴν σχίσιν at the cleavage (of the gullet into oesophagus and trachea), cj. for κατὰ σχέσιν (v.l. κατάσχεσιν ) in Archig. ap. Orib.8.1.18;ἀδένες.. σχίσεις ἀγγείων στηρίζοντες Gal.6.674
, cf. 15.532.
См. также в других словарях:
σχιζόπτερος — with cloven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζόπτερος — ον, Α (για πτηνά) αυτός που έχει τα φτερά του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανύ πτερος] … Dictionary of Greek
σχιζόπτερον — σχιζόπτερος with cloven masc/fem acc sg σχιζόπτερος with cloven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζοπτέρου — σχιζόπτερος with cloven masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζοπτέρων — σχιζόπτερος with cloven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζοπτέρῳ — σχιζόπτερος with cloven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζόπτερα — σχιζόπτερος with cloven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek