-
21 расколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω με χτύπημα•расколоть дрова σχίζω καυσόξυλα.
|| σπάζω, θραύω•расколоть орехи σπάζω καρύδια.
2. μτφ. διασπώ•расколоть единстве διασπώ την ενότητα.
1. σχίζομαι (με χτύπημα)•полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε.
|| θραύομαι, σπάζω•орех -лся το καρύδι έσπασε.
2. μτφ. διασπώμαι. -
22 рассечь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. рассек-ла, -ло-κ. παλ. -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. рассекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеченный-чен, -чена, -чено κ. παλ. рассеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. κόβω• κατακόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω• διαμελίζω, λιανίζω.2. σχίζω• ανοίγω•рассечь труп σχίζω το πτώμα.
3. διασχίζω•пароход -ек волны το ατμόπλοιο διέσχισε τα κύματα•
само-лт -к воздух το αεροπλάνο διέσχισε τον αέρα.
|| (δια)χωρίζω•шоссе -ло лес на две части ο αυτοκινητόδρομος έκοψε το δάσος στα δυό.
4. (στρατ.) διασπώ, κάνω ρήγμα.(δια)χωρίζομαι•нитка -лась η κλωστή χώρισε (στα δυό ή σε περισσότερες κλωστίτσες).
-
23 расшибить
-бу, -бшь, παρλθ. χρ. расшиб-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшибленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. μωλωπίζω, χτυπώ•-голову об дверь χτυπώ το κεφάλι στην πόρτα•
расшибить руку χτυπώ το χέρι.
2. (απλ.) σπάζω, θραύω• σχίζω•расшибить тарелку σπάζω το πιάτο•
расшибить полено σχίζω το κούτσουρο.
1. μωλωπίζομαι, χτυπώ.2. (απλ.) σπάζω, θραύομαι. -
24 резать
режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -оρ.δ.μ.1. κόβω, τέμνω•резать хлеб κόβω ψωμί•
резать мясо κόβω κρέας•
резать металл κόβω μέταλλο.
|| διαχωρίζω•дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.
|| αυλακώνω•лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.
2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•
резать нарыв σχίζω το απόστημα.
3. αμ. κόβω•нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.
4. σφάζω•резать кур σφάζω τις κότες.
|| κατασχίζω, κατασπαράζω•резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.
5. βλ. вырезать (2 σημ.).6. βλ. гравировать.7. προξενώ οξύ πόνο•ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•
вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•
в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.
|| μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•
резать сознание τύπτω τη συνείδηση.
8. απορρίπτω•резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.
9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.επιτακτική•так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•
режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•
пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•
свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.
11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.εκφρ.резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.1. κόβομαι.2. βλ. прорезаться (2 σημ.).3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.). -
25 надруб
η εγκοπή (με τσεκούρι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надруб
-
26 перервать
1. (разорвать) κόβω, σχίζω 2. (прервать, прекратить, приостановить) διακόπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перервать
-
27 раздирать
(на части) ξεσχίζω, σχίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздирать
-
28 расщеплять
1. (делить на части по длине чего-л.) σχίζω (κατά μήκος) 2. (дробить на части) διασπώ 3. хим. διαλύω 4. физ. διασπώ- - атом - το άτομο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщеплять
-
29 оборвать
оборвать 1) κόβω 2) (прекратить) διακόπτω \оборваться 1) σπάνω, σχίζω 2) (прерваться) διακόπτω* * *1) κόβω2) ( прекратить) διακόπτω -
30 оборваться
1) σπάνω, σχίζω2) ( прерваться) διακόπτω -
31 выдирать
выдиратьнесов разг σχίζω, ξεσχίζω, ξεκολλώ. -
32 зарубить
зарубитьсов1. (убить) σχίζω μέ σπαθί / σκοτώνω μέ τσεκούρι (топором)·2. (сделать зарубку) χαράζω, ἐντέμνω· ◊ заруби́ себе э́то на носу́ разг βάλτο καλά στό μυαλό σου. -
33 изодрать
изодратьсов разг ξεσκίζω, σχίζω, κομματιάζω:\изодрать на куски καταξεσχίζω, σπαράσσω. -
34 надколоть
надколотьсов σχίζω, κόβω. -
35 надрать
надра́тьсов σχίζω / ξεφλουδίζω (коры ι. п.)· ◊ \надрать уши кому-л. τοῦ τραβῶ ὅτιά, τρίβω τ' αὐτιά κάποιου, -
36 надрывать
надрыв||а́тьнесов1. σχίζω ἐλαφρά, μισοσχίζω·2. перен:·\надрыватьа́ть здоровье φθείρω (или χαλῶ) τήν ὑγεία μου· \надрыватьать свои́ силы παθαίνω ὑπερκόπωση· ◊ \надрыватьать живот со смеху σκάζω στά γέλια, πονά ἡ κοιλιά μου ἀπ' τά γέλια. -
37 накалывать
накалыватьнесов I. (раскалывать) κομματιάζω, τεμαχίζω, σχίζω·2. (прикалывать) καρφιτσώνω, στερεώνω:\накалывать значок καρφιτσώνω τό σήμα·3. (укалывать) τσιμπώ, κεντῶ, τρυπῶ. -
38 наколоть
наколотьсов см. накалывать· \наколоть сахару σπάζω ζάχαρη· \наколоть дров κόβω (или σχίζω) ξύλα. -
39 нарубить
нарубитьсов λιανίζω, κόβω, σχίζω:\нарубить дров κόβω ξύλα -
40 откалывать
откалыватьнесов1. (отламывать) ἀποσπῶ, σπάζω/ σχίζω (щепку и т. п.):\откалывать кусок сахару σπάζω ἕνα κομμάτι· ζάχαρη·2. (брошь и т. п.) ξεκαρφιτσώ-νω, ξεκαρφώνω, βγάζω:\откалывать булавку βγάζω τήν καρφίτσα· ◊ \откалывать штуку разг σκαρώνω κάτι.
См. также в других словарях:
σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίζω — split pres subj act 1st sg σχίζω split pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχίζον — σχίζω split pres part act masc voc sg σχίζω split pres part act neut nom/voc/acc sg σχίζω split imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σχίζω split imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζεσθε — σχίζω split pres imperat mp 2nd pl σχίζω split pres ind mp 2nd pl σχίζω split imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζετε — σχίζω split pres imperat act 2nd pl σχίζω split pres ind act 2nd pl σχίζω split imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσαι — σχίζω split aor imperat mid 2nd sg σχίζω split aor inf act σχίσαῑ , σχίζω split aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσον — σχίζω split aor imperat act 2nd sg σχίζω split fut part act masc voc sg σχίζω split fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσω — σχίζω split aor subj act 1st sg σχίζω split fut ind act 1st sg σχίζω split aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχισμένα — σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)