-
1 σφυρήλατος
2 of statues, opp. to those of cast metal ( χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69
; Παλλὰς χρυσῆ ς. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.;σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47
, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr. 236b.II metaph., wrought as of iron,σ. ἀνάγκαι Pi.Fr. 207
;σ. φιλία Plu.2.65b
; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b;σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήλατος
-
2 σφῦρα
Grammatical information: f.Meaning: `hammer, beetle' (γ 434, Hes. Op. 425, Hdt., A., com., Arist.), metaph. `strip of earth between two furrows' (Poll. 7, 145), as surface-measure (Daulis IIp), = τῆς σπορίμου γῆς τὸ μέτρον with ὁμό-σφυρος = ὁμόχωρος H.; name of a fish H. (cf. σφύραινα below).Compounds: Compp., e.g. σφυρ-ήλατος `wrought with the hammer, of wrought labour, sound' (Hdt., Pi., A., Pl. etc.) with - έω (Ph.).Derivatives: Demin. σφυρ-ίον n. (hell.), σφύρ-αινα f. name of a fish, bicuda (Stratt., Arist. etc.), after the form of the body (Strömberg 35); - ηδόν `hammer-like' (Philostr.); - ωσις f. `the hammering, forging' (Didyma IIa), = δίάροσις H., - ήματα τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῖται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As zero grade formation beside σφαῖρα σφῦρα belongs prob. like σφυρόν (s. v.) to σπαίρω a. cogn. [impossible because of the σφ-]. As in the case of σφαῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. the formal proceß remains unclear; PGr. *σφύρ-ι̯α beside σφυρ-όν can be understood both as primary deriv. "the beating, bumping" and as secondary deriv. "beating, bumping apparatus, (hand)hammer, stamper". On an older word for `stone hammer' s. ἄκμων. Cf. also τύκος.Page in Frisk: 2,834-835Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφῦρα
См. также в других словарях:
χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χειρήλατος — η, ο, Ν χειροκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ψυχρήλατος — η, ο / ψυχρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλο ή μεταλλικό αντικείμενο) αυτός που έχει υποστεί ψυχρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… … Dictionary of Greek