Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ηδόν

См. также в других словарях:

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • ἦδον — ἔδω eat imperf ind act 3rd pl (epic) ἔδω eat imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾖδον — ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγηδόν — (Α ζυγηδόν) επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά νεοελλ. ως γυμναστικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ζωηδόν — ζῳηδόν (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • θυσανηδόν — (Α) επίρρ. σαν θύσανος, σαν φούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • καματηδόν — καματηδὸν (Μ) επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, στιχ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαληδόν — (Α) επίρρ. κατά κεφαλήν, κατ άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. τρόπου ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, κλιμακ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κιονηδόν — (Α) επίρρ. 1. σαν κίονας* 2. φρ. «γράφω κιονηδόν» γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον (τού κίων) + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ ηδόν, κλιμακ ηδόν] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»