-
1 συνηθης
-
2 συνήθης
ης, σύνηθες 1. обычный, привычный; обыкновенный; обыденный;η συνήθης θερμοκρασία — нормальная температура;
2. (τό) обыкновение; привычка;κατά το σύνηθες по обыкновению; παρά το σύνηθες против обыкновения; περισσότερον τού συνήθους больше обыкновенного; § τα συνήθεα συνήθη одно и то же -
3 συνήθης
[сините] ос привычный, обычный. -
4 ξυνηθης
-
5 ασυνηθης
21) непривычный, неведомый(χῶρος Emped.)
2) не вошедший в привычку, несвойственный(τινί Arst.)
3) незнакомый(ἀγνῶτες καὴ ἀσυνήθεις Arst.)
4) не имеющий привычки, неопытный(τινός Polyb., Plut.)
-
6 πειθηνιος
-
7 προσαγορευσις
- εως ἥ обращение, привет(ствие) Luc.ἡ συνήθης γεγραμμένη π. Plut. — обычное письменное приветствие
-
8 φιλοσυνηθης
См. также в других словарях:
συνήθης — dwelling masc/fem acc pl (attic epic doric) συνήθης dwelling masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) συνήθης dwelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
συνήθης, -ης, σύνηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. συνήθως συνηθισμένος, αυτός που γίνεται τις περισσότερες φορές: Μας χαιρέτησε με το συνήθη τρόπο. – Η θερμοκρασία βρίσκεται στα συνήθη επίπεδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνηθέστερον — συνήθης dwelling adverbial comp συνήθης dwelling masc acc comp sg συνήθης dwelling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθει — συνήθης dwelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συνήθης dwelling masc/fem/neut dat sg συνήθεϊ , συνήθης dwelling dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθη — συνήθης dwelling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συνήθης dwelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συνήθης dwelling masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθεστάτων — συνήθης dwelling fem gen superl pl συνήθης dwelling masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθεστέραις — συνήθης dwelling fem dat comp pl συνηθεστέρᾱͅς , συνήθης dwelling fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθεστέρων — συνήθης dwelling fem gen comp pl συνήθης dwelling masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθέστατα — συνήθης dwelling adverbial superl συνήθης dwelling neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθέστατον — συνήθης dwelling masc acc superl sg συνήθης dwelling neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)