Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συντυχίαι

См. также в других словарях:

  • συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντυχίαι — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»