Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συναρμολογώ

См. также в других словарях:

  • συναρμολογώ — συναρμολογῶ, έω, ΝΜΑ [ἁρμολογῶ] συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου μσν. αρχ. (το μέσ.) συναρμολογοῡμαι, έομαι (για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συναρμολογώ — συναρμολογώ, συναρμολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναρμολογώ — συναρμολόγησα, συναρμολογήθηκα, συναρμολογημένος, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος: Έστειλαν από το εξωτερικό λυμένο το μηχάνημα και συναρμολογήθηκε εδώ. – Μέσα στη συνείδηση συναρμολογούνται και συσχετίζονται τα δεδομένα των αισθήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναρμολογῶ — συναρμολογέομαι pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναρμολογέομαι pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) συναρμολογέω compagino pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναρμολογέω compagino pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διείρω — (Α διείρω) [είρω] 1. κάνω κάτι να περάσει μέσα από κάτι άλλο, σέρνω μέσα από κάτι, διαπερνώ 2. παρεμβάλλω 3. (για λόγους) αραδιάζω στη σειρά, συναρμολογώ («λόγος διειρόμενος») νεοελλ. ναυτ. περνώ σχοινί μέσα από τρύπα ή τροχίλο αρχ. συναρμολογώ,… …   Dictionary of Greek

  • παραράσσομαι — Μ συναρμολογώ δίπλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀράσσομαι «συναρμολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • συναρμολόγηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου 2. τεχνολ. η συναρμογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αμματίζω — ἁμματίζω (Α) 1. δένω με κόμπο 2. συνενώνω, συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα. ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός νεοελλ. αμμάτιση] …   Dictionary of Greek

  • αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… …   Dictionary of Greek

  • ανείρω — ἀνείρω (Α) 1. συνάπτω, επιδένω 2. πλέκω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρω (Ι) «συναρμολογώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»