-
1 συναρμολογώ
[синармолого] р. соединять, сочетать, согласовывать, координировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναρμολογώ
-
2 вмонтировать
συναρμολογώ, εμβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вмонтировать
-
3 монтировать
-
4 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ -
5 устанавливать
устанавливать, установить 1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ* μοντάρω, συναρμολογώ (монтировать) 2) (определить) καθορίζω* διαπιστώνω* \устанавливать срок ορίζω προθεσμία* * *= установить1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ; μοντάρω, συναρμολογώ ( монтировать)2) ( определить) καθορίζω; διαπιστώνωустана́вливать срок — ορίζω προθεσμία
-
6 компановать
τοποθετώ, συνθέτω, συναρμολογώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компановать
-
7 монтирование
η συναρμολόγηση, το μοντάρισμα (ξεν.)-ть συναρμολογώ, μο-ντάρω (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтирование
-
8 набрать
1. см. набирать 2. (взять какое-л. количество) παίρνω, γεμίζω, εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι 3. (принять, навербовать) προσλαμβάνω 4. (составить что-л. целое из отдельных частей) συνθέτωσυναρμολογώ, κατασκευάζω, φτιάχνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набрать
-
9 скреплять
στερεώνω, συσφίγγω, συνδέω, συναρμολογώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скреплять
-
10 собирать
1. (сосредоточивать в одном месте, накапливать) συγκεντρώνω, μαζεύω 2. (упаковывать) συσκευάζω (σε δέματα) 3. (приготовлять, снаряжать) ετοιμάζω 4. (соединять, скреплять отдельные части чего-л.) συναρμολογώ, συναρμόζω, μαζεύω 5. (коллекционировать) συλλέγω 6. (набирать, собирать что-л. в каком-л. количестве) μαζεύω 7. (силы, возможности) συγκεντρώνω, (деньги) αποταμιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собирать
-
11 устанавливать
1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать
-
12 комбинировать
комбинироватьнесов συνδυάζω, συναρμολογώ. -
13 монтировать
монтироватьнесов συναρμολογώ, μο-ντάρω. -
14 скреплять
скрепл||я́тьнесов1. στερεώνω, συναρμολογώ:\скреплятьять булавками καρφιτσώνω· \скреплятья́ть болтами μπουλονάρω·2. (подписью) ἐπικυρώνω. -
15 собирать
собира||тьнесов1. μαζεύω, συλλέγω:\собирать цветы μαζεύω λουλούδια· \собирать урожай μαζεύω τή σοδειά· \собирать деньги μαζεύω (или συνάζω) χρήματα· \собирать членские взносы μαζεύω (или συλλέγω) συνδρομές· \собирать коллекцию κά(μ)νω συλλογή[ν], συλλέγω·2. (созывать) συγκεντρώνω, μαζεύω·3. (машину и т. п.) συναρμολογώ, μοντάρω·4. (снаряжать в путь) ἐτοιμάζω·5. (делать сборки) μαζεύω· ◊ \собирать большинство́ голосов συγκεντρώνω τήν πλειοψηφία· \собирать все свой силы συγκεντρώνω ὅλες τίς δυνάμεις· μου· \собирать на стол στρώνω τό τραπέζι. -
16 соединить
соединитьсов, соединять несов1. ἐνώνω, σμίγω, συνενώνω·2. тех. συναρμολογώ, συνδέω:\соединить по телефону συνδέω μέ τό τηλέφωνο·3. хим. ἐνώνω. -
17 устанавливать
устанавливатьнесов, установить сов1. τοποθετώ, βάζω/ μοντάρω, συναρμολογώ (смонтировать):\устанавливать в рид βάζω στή γραμμή·2. (налаживать) ἐγκαθιστώ, ἀποκαθιστώ, βάζω:\устанавливать порядок βάζω τάξη· \устанавливать контроль ἐγκαθιστώ ἔλεγχο· \устанавливать связь ὁργανώνω τήν ἐπικοινωνία· \устанавливать отношения ἀποκαθιστώ σχέσεις· \устанавливать прицел воен. καθορίζω τόν στόχο·3. (вводить) καθορίζω, ὁρίζω, θεσπίζω, καθιερώνω:\устанавливать дни отдыха ὁρίζω ἡμέρες τής ἀνάπαυσης· \устанавливать время (день) καθορίζω τήν ὠρα (τήν ἡμέρα)· \устанавливать цены ὁρίζω τίς τιμές·4. (определять, выяснять) διαπιστώνω, ἐξακριβώνω:\устанавливать истину ἐξακριβώνω τἡν ἀλήθεια· \устанавливать факт διαπιστώνω τό γεγονός· ◊ \устанавливать личность ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα. -
18 вмонтировать
-рую, -руешь, ρ.σ.μ.συναρμολογώ μέσα, βάζω μέσα, εμβάλλω. -
19 машина
-ы θ.1. μηχανή•паровая машина ατμομηχανή•
швейная машина ραπτομηχανή•
вязальная машина η πλεκτομηχανή•
печатная машина τυπογραφική μηχανή•
сельскохозяйственные -ы αγροτικές μηχανές•
уборочная машина συλλεκτική μηχανή•
подъёмная машина ανελκυστήρας•
наборочная машина λινοτυπική μηχανή•
машина для стрижки волос κουρευτική μηχανή•
счётная машина λογιστική μηχανή•
собирать -у συναρμολογώ μηχανή.
|| (συνεκδ.) государственная машина η κρατική μηχανή ή μηχανισμός•адская машина ωρολογιακή βόμβα.
2. αυτοκίνητο•легковая машина η κούρσα.
(αθλτ.) ποδήλατο ή μοτοσικλέτα. || γραφομηχανή. || παλ. τραίνο επιβατικό.3. μουσικό μηχανικό όργανο (λατέρνα κ.τ.τ.). -
20 монтажничать
ρ.δ. (απλ.) συναρμολογώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συναρμολογώ — συναρμολογῶ, έω, ΝΜΑ [ἁρμολογῶ] συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου μσν. αρχ. (το μέσ.) συναρμολογοῡμαι, έομαι (για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
συναρμολογώ — συναρμολογώ, συναρμολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναρμολογώ — συναρμολόγησα, συναρμολογήθηκα, συναρμολογημένος, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος: Έστειλαν από το εξωτερικό λυμένο το μηχάνημα και συναρμολογήθηκε εδώ. – Μέσα στη συνείδηση συναρμολογούνται και συσχετίζονται τα δεδομένα των αισθήσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναρμολογῶ — συναρμολογέομαι pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναρμολογέομαι pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) συναρμολογέω compagino pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναρμολογέω compagino pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διείρω — (Α διείρω) [είρω] 1. κάνω κάτι να περάσει μέσα από κάτι άλλο, σέρνω μέσα από κάτι, διαπερνώ 2. παρεμβάλλω 3. (για λόγους) αραδιάζω στη σειρά, συναρμολογώ («λόγος διειρόμενος») νεοελλ. ναυτ. περνώ σχοινί μέσα από τρύπα ή τροχίλο αρχ. συναρμολογώ,… … Dictionary of Greek
παραράσσομαι — Μ συναρμολογώ δίπλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀράσσομαι «συναρμολογώ»] … Dictionary of Greek
συναρμολόγηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου 2. τεχνολ. η συναρμογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αμματίζω — ἁμματίζω (Α) 1. δένω με κόμπο 2. συνενώνω, συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα. ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός νεοελλ. αμμάτιση] … Dictionary of Greek
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek
ανείρω — ἀνείρω (Α) 1. συνάπτω, επιδένω 2. πλέκω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρω (Ι) «συναρμολογώ»] … Dictionary of Greek