-
1 εγκαθιστώ
[энгатисто] р. устанавливать, водворять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγκαθιστώ
-
2 заселить
εγκαθιστώ πληθυσμόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заселить
-
3 ввести
ввести 1) εισάγω \ввести в га вань εισπλέω 2) (устано вить) καθιερώνω, εγκαθιστώ \ввести в действие (в строй ) θέτω (ала βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση) ◇ \ввести кого-л. в курс... πληροφορώ (ала ενημερώνω) κάποιον...* * *1) εισάγωввести́ в га́вань — εισπλέω
2) ( установить) καθιερώνω, εγκαθιστώввести́ в де́йствие (в строй) — θέτω ( или βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση)
••ввести́ кого́-л. в курс... — πληροφορώ ( или ενημερώνω) κάποιον…
-
4 поместить
поместить 1) (поставить) βάζω, τοποθετώ· \поместить статью в газету καταχωρώ (или δημοσιεύω) άρθρο 2) (поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει \поместиться 1) (уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι 2) см. помещаться* * *1) ( поставить) βάζω, τοποθετώпомести́ть статью́ в газе́ту — καταχωρώ ( или δημοσιεύω) άρθρο
2) ( поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει -
5 разместить
разместить, размещать τοποθετώ, εγκαθιστώ· διανέμω (распределить) \разместиться (занять место) ταχτοποιούμαι, εγκαθιστώμαι* * *= размещатьτοποθετώ, εγκαθιστώ; διανέμω ( распределить) -
6 селить
-
7 устанавливать
устанавливать, установить 1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ* μοντάρω, συναρμολογώ (монтировать) 2) (определить) καθορίζω* διαπιστώνω* \устанавливать срок ορίζω προθεσμία* * *= установить1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ; μοντάρω, συναρμολογώ ( монтировать)2) ( определить) καθορίζω; διαπιστώνωустана́вливать срок — ορίζω προθεσμία
-
8 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
9 устанавливать
устанавливатьнесов, установить сов1. τοποθετώ, βάζω/ μοντάρω, συναρμολογώ (смонтировать):\устанавливать в рид βάζω στή γραμμή·2. (налаживать) ἐγκαθιστώ, ἀποκαθιστώ, βάζω:\устанавливать порядок βάζω τάξη· \устанавливать контроль ἐγκαθιστώ ἔλεγχο· \устанавливать связь ὁργανώνω τήν ἐπικοινωνία· \устанавливать отношения ἀποκαθιστώ σχέσεις· \устанавливать прицел воен. καθορίζω τόν στόχο·3. (вводить) καθορίζω, ὁρίζω, θεσπίζω, καθιερώνω:\устанавливать дни отдыха ὁρίζω ἡμέρες τής ἀνάπαυσης· \устанавливать время (день) καθορίζω τήν ὠρα (τήν ἡμέρα)· \устанавливать цены ὁρίζω τίς τιμές·4. (определять, выяснять) διαπιστώνω, ἐξακριβώνω:\устанавливать истину ἐξακριβώνω τἡν ἀλήθεια· \устанавливать факт διαπιστώνω τό γεγονός· ◊ \устанавливать личность ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα. -
10 поместить
-мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помещённый, βρ: -щён, -щена, -ноρ.σ.μ.1. τοποθετώ, θέτω, βάζω σε θέση, εγκαθιστώ, παρέχω θέση•поместить туристов в гостинице εγκαθιστώ τους τουρίστες στο ξενοδοχείο•
поместить все книги можно поместить в шкафу όλα τα βιβλία μπορεί να χωρέσουν στη βιβλιοθήκη•
поместить ребнка в детдом βάζω το παιδάκι στο παιδικό άσυλο•
поместить деньги в сберкассу βάζω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
2. καταχωρώ• συμπεριλαβαίνω•статью в журнале βάζω το άρθρο στο περιοδικό•
поместить объявление в газете δημοσιεύω ανακοίνωση στην εφημερίδα.
1. χωρώ• (συ μ) περιλαμβάνομαι.2. εγκατασταινομαι (σε σπίτι). || κάθομαι, πιάνω θέση. -
11 поместить
1. (расположить где-л.) τοποθετώ, θέτω, εγκαθιστώ, καταχωρώ 2. (отдать для хранения, использования) βάζω, καταχωρίζω 3. (опубликовать где-л.) δημοσιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поместить
-
12 провести
1. (через что-л.) περνώ, οδηγώ 2. (проложить, соорудить, построить) περνώ, κατασκευάζω 3. (прочертить, обозначить) χαράζω, χαράσσω, τραβώ 4. (добиться принятия,утверждения чего-л.) προβάλλω, προτείνω,καταχωρώ, περνώ 5. (осуществить, произвести что-л.) πραγματοποιώ, κατασκευάζω,φτιάχνω, εγκαθιστώ 6 (прожить какое-л.время где-л.) περνώ, ζω, διαβιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провести
-
13 проводить
1. (возглавлять) οδηγώ, καθοδηγώ, ηγούμαι 2. (осуществлять) εκτελώ, διενεργώ, διεξάγω 3. (строить, прокладывать) κατασκευάζω, εγκαθιστώ 4. (чертить) χαράσσω, χαράζω 5. (чем-л. по чему-л.) περνώ 6. (вести) οδηγώ, φέρω 7. физ. (тепло и т.п.) μεταβιβάζω 8. (бухг.) εγγράφω, καταχωρίζω, καταχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводить
-
14 размещать
τοποθετώ, εγκαθιστώ, διανέμω, τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размещать
-
15 расположить
1. (разместить, расставить) τοποθετώ, τακτοποιώ, κανονίζω, διαρρυθμίζω, εγκαθιστώ 2. (привлечь на чью-л. сторону) προσελκύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расположить
-
16 сооружать
κατασκευάζω, κτίζω, εγκαθιστώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сооружать
-
17 устанавливать
1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать
-
18 водворить
водворитьсов, водворять несов1. (поселять, помещать) ἐγκαθιστῶ, κατοικίζω:\водворить на место βάζω στή θέση του·2. (устанавливать) ἀποκαθιστώ, ἐπιβάλλω:\водворить порядок ἀποκαθιστώ (или ἐπιβάλλω) τήν τάξη. -
19 вселить
вселитьсов, вселять несов1. (поселять) ἐποικίζω, ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει·2. перен (внушать) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ:\вселить надежду в кого-л. ἐμπνέω (или δίνω) ἐλπίδα σέ κάποιον \вселить в кого-л. уверенность ἐμπνέω πεποίθηση σέ κάποιον. -
20 помещать
помеща||тьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\помещать книги на по́лку βάζω τά βιβλία στό ράφι· \помещать статью в газету καταχωρώ, δημοσιεύω ἄρθρο·2. (капитал) ἐπενδύω / καταθέτω (в банк, в сберкассу)·3. (поселить) ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει:\помещать гостя в свободную комнату βάζω τόν μουσαφίρη στό ἐλεύθερο δωμάτιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εγκαθιστώ — εγκαθιστώ, εγκατέστησα βλ. πίν. 158 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκαθιστώ — ( άω) (AM ἐγκαθίστημι Μ και ἐγκαθιστῶ) Ι. 1. τοποθετώ 2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο 3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο 4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
εγκαθιστώ — εγκατάστησα και εγκατέστησα, εγκαταστάθηκα, εγκαταστημένος, μτβ. 1. τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε κάποιο τόπο μόνιμα ή για μακρύ χρονικό διάστημα: Εγκατέστησα την οικογένειά μου στην εξοχή. 2. διορίζω: Εγκαθιστώ το γιο μου κληρονόμο της περιουσίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
ανακατοικίζω — 1. εγκαθιστώ εκ νέου στον ίδιο τόπο κατοίκους που εκδιώχθηκαν ή έφυγαν από εκεί 2. εγκαθιστώ νέους κατοίκους σε ερημωμένο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατοικίζω] … Dictionary of Greek
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
ενοικίζω — (AM ἐνοικίζω) [ένοικος] 1. βάζω κάτι ή κάποιον σ έναν τόπο, εγκαθιστώ 2. αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως κάτοικος σε έναν τόπο 3. ασχολούμαι με κάτι («τίνα βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», Πλάτ.) 4. εγκαθιστώ μισθωτή, ενοικιαστή … Dictionary of Greek
καταναίω — (Α) 1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε») 3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναίω… … Dictionary of Greek
ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… … Dictionary of Greek
οικίζω — (Α οἰκίζω) [οίκος] κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία αρχ. 1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους 2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή… … Dictionary of Greek
παρακατοικίζω — Α 1. εγκαθιστώ κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο 2. μέσ. παρακατοικίζομαι εγκαθιστώ κάποιον κοντά μου («ἤν γὰρ παρακατοικισώμεθα τοὺς εἵλωτας», Ισοκρ.) 3. παθ. είμαι εγκατεστημένος, τοποθετημένος («[τὴν Κόρινθον] παρακατῳκίσθαι πάσαις [ταῑς… … Dictionary of Greek