Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εγκαθιστώ

См. также в других словарях:

  • εγκαθιστώ — εγκαθιστώ, εγκατέστησα βλ. πίν. 158 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκαθιστώ — ( άω) (AM ἐγκαθίστημι Μ και ἐγκαθιστῶ) Ι. 1. τοποθετώ 2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο 3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο 4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • εγκαθιστώ — εγκατάστησα και εγκατέστησα, εγκαταστάθηκα, εγκαταστημένος, μτβ. 1. τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε κάποιο τόπο μόνιμα ή για μακρύ χρονικό διάστημα: Εγκατέστησα την οικογένειά μου στην εξοχή. 2. διορίζω: Εγκαθιστώ το γιο μου κληρονόμο της περιουσίας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… …   Dictionary of Greek

  • ανακατοικίζω — 1. εγκαθιστώ εκ νέου στον ίδιο τόπο κατοίκους που εκδιώχθηκαν ή έφυγαν από εκεί 2. εγκαθιστώ νέους κατοίκους σε ερημωμένο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατοικίζω] …   Dictionary of Greek

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • ενοικίζω — (AM ἐνοικίζω) [ένοικος] 1. βάζω κάτι ή κάποιον σ έναν τόπο, εγκαθιστώ 2. αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως κάτοικος σε έναν τόπο 3. ασχολούμαι με κάτι («τίνα βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», Πλάτ.) 4. εγκαθιστώ μισθωτή, ενοικιαστή …   Dictionary of Greek

  • καταναίω — (Α) 1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε») 3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναίω… …   Dictionary of Greek

  • ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… …   Dictionary of Greek

  • οικίζω — (Α οἰκίζω) [οίκος] κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία αρχ. 1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους 2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή… …   Dictionary of Greek

  • παρακατοικίζω — Α 1. εγκαθιστώ κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο 2. μέσ. παρακατοικίζομαι εγκαθιστώ κάποιον κοντά μου («ἤν γὰρ παρακατοικισώμεθα τοὺς εἵλωτας», Ισοκρ.) 3. παθ. είμαι εγκατεστημένος, τοποθετημένος («[τὴν Κόρινθον] παρακατῳκίσθαι πάσαις [ταῑς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»