-
1 στοιχειοθετώ
(ε) μετ. полигр, набирать -
2 στοιχειοθετώ
[стихиотэто] ρ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοιχειοθετώ
-
3 στοιχειοθετώ
[стихиотэто] ρ (τυπ) набирать.
См. также в других словарях:
στοιχειοθετώ — στοιχειοθετώ, στοιχειοθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοιχειοθετώ — Ν 1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία 2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων 3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία 4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις)… … Dictionary of Greek
στοιχειοθετώ — στοιχειοθέτησα, στοιχειοθετήθηκα, στοιχειοθετημένος, τοποθετώ τα τυπογραφικά στοιχεία έτσι, ώστε να σχηματίζουν λέξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστοιχειοθετώ — στοιχειοθετώ (κείμενο) εκ νέου, για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek
στοιχειοθέτηση — η, Ν η στοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθετώ. Η λ., στον λόγιο τ. στοιχειοθέτησις, μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
στοιχειοθεσία — η, Ν 1. (στην παραδοσιακή τυπογρ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειοθετώ, δηλαδή η τοποθέτηση τών τυπογραφικών στοιχείων με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν λέξεις και στίχους 2. η φωτοσύνθεση, η φωτοστοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συνθέτω — Ν 1. συνδέω αρμονικά πολλά επιμέρους τμήματα για τη συγκρότηση ενός συνόλου 2. γράφω τη μελωδία μουσικού έργου 3. συγγράφω λογοτεχνικό έργο 4. (τυπογρ.) στοιχειοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συν θετ τού συν τίθ ημι (πρβλ. σύνθεσις, σύνθετος), βλ. και λ … Dictionary of Greek