Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σσυτος

См. также в других словарях:

  • νεόσσυτος — νεόσσυτος, ον (Α) αυτός που μόλις ξεκινά, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σσυτος (< σεύομαι «ξεκινώ, ορμώ»), πρβλ. θεό σσυτος, παλί σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόσσυτος — και θεόσυτος, ον (Α) ο θεόσταλτος («θεόσσυτον χειμῶνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + (σ)συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος, επί σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • ομόσσυτος — ὁμόσσυτος, ον (Α) αυτός που ορμά μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σσυτος (< σεύομαι «ορμώ»), πρβλ. νεό σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • ετερόσσυτος — ἑτερόσσυτος, ον (Α) αυτός που εκτοξεύεται από άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + συτος (< σεύω «εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • παλίσσυτος — παλίσσυτος, ον (Α) αυτός που ορμά προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συτος (< *συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτό σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • kēi- —     kēi     English meaning: to move     Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein”     Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?)     Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»