Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σῶμαι

См. также в других словарях:

  • σώμαι — Α (δωρ. τ.) σοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σεύω] …   Dictionary of Greek

  • σῶμαι — σέω pres subj mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεάσωμαι — θεά̱σωμαι , θεάομαι gaze at aor subj mp 1st sg (attic) θεά̱σωμαι , θεάομαι gaze at aor subj mp 1st sg (doric aeolic) θεά̱σωμαι , θεάω gaze at aor subj mid 1st sg (attic) θεά̱σωμαι , θεάω gaze at aor subj mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσῶμαι — φῡσῶμαι , φυσάω blow pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) φῡσῶμαι , φυσάω blow pres ind mp 1st sg φῡσῶμαι , φυσάω blow pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) φυσόομαι to be swollen pres subj mp 1st sg φυσόομαι to be swollen pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιάσωμαι — αἰτιά̱σωμαι , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 1st sg (attic) αἰτιά̱σωμαι , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάσωμαι — βιά̱σωμαι , βιάω constrain aor subj mid 1st sg (attic) βιά̱σωμαι , βιάω constrain aor subj mid 1st sg (doric aeolic) βιάζω constrain aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταράσωμαι — καταρά̱σωμαι , καταράομαι call down curses upon aor subj mp 1st sg (attic) καταρά̱σωμαι , καταράομαι call down curses upon aor subj mp 1st sg (doric aeolic) καταράομαι call down curses upon aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσῶμαι — χρῡσῶμαι , χρυσόω make golden pres subj mp 1st sg χρῡσῶμαι , χρυσόω make golden pres ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • διαλύσωμαι — διαλύ̱σωμαι , διαλύω loose one from another aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασπάσωμαι — διασπά̱σωμαι , διασπάω tear asunder aor subj mid 1st sg (doric aeolic) διασπάω tear asunder aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»