Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σεις

  • 1 σείς

    αντων. вы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σείς

  • 2 αντί

    I (перед гласными αντ', ανθ') πρόθ. με ονομ., γεν., αιτιατ.
    1) (при обознач, замены, замещения) вместо, взамен, за;

    (όνομ.) αντίς ο Πέτρος, ας πάει ο Γιάννης — вместо Петра пусть идёт Янис;

    (γεν.) ημπορείτε να έλθετε σεις αντ' αυτού вместо него можете прийти Вы;

    (αιτιατ.) αντί ωφέλεια... — вместо прибыли;

    2) (при обознач, вознаграждения, выгоды):

    (γεν.) αντί ελαχίστων θυσιών επέτυχε μεγάλα κέρδη — пожертвовал немногим, а выгоду получил большую;

    3) (при обознач, цены):

    πωλείται αντί δεκαέξη δραχμών — продаётся за шестнадцать драхм;

    4) (с сослагат. накл.) вместо того, чтобы;

    αντί να φωνάζεις έλα βοήθα — вместо того, чтобы кричать, иди помоги;

    § αντίς να τρίζει τ· αμάξι, τρίζει ο αμαξάς погов. ≈ сваливать с больной головы на здоровую
    αντί2
    II τό см. αντίον

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντί

  • 3 σας

    (σας) γεν. и αίτιατ. от σεις

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σας

  • 4 υφίσταμαι

    (αόρ. υπέστην) 1. μετ.
    1) находиться под воздействием (чего-л.); подвергаться (чему-л.), претерпевать; испытывать (что-л.);

    υφίσταμαι την επίδραση — испытывать воздействие, влияние;

    υφίσταμαι την φλυαρίαν κάποιου — терпеть чью-л. болтовню;

    υπέστη εξετάσεις ему устроили экзамен;
    πολλά ατυχήματα υπέστημεν нас постигли большие неудачи; 2) терпеть (убытки, голод, жажду); переносить, выносить (несчастья и т. п.) (по)нести (наказание, потери и т. п.); σεις θα υποστήτε τάς συνεπείας вы будете расплачиваться за последствия; 2. αμετ. 1) быть, существовать;

    αυτή η εταιρία δεν υφίσταται πλέον — эта компания больше не существует;

    2) быть действительным, иметь силу;

    αυτός ο νόμος δεν υφίσταται πλέον — этот закон уже не действует, уже не имеет силы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υφίσταμαι

См. также в других словарях:

  • σεις — και εσείς, Ν ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εσύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)σύ (βλ. λ. εσύ), κατά το αρχ. ὑμεῖς (πρβλ. και εμείς)] …   Dictionary of Greek

  • σεις — προσωπική αντων. β προσώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεῖς — σέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) σέω imperf ind act 2nd sg (attic epic) σής moth masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεράσεις — διαπερά̱σεις , διαπεράω go over aor subj act 2nd sg (attic epic) διαπερά̱σεις , διαπεράω go over aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) διαπερά̱σεις , διαπεράω go over fut ind act 2nd sg (attic) διαπερά̱σεις , διαπεράω go over fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεις — παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/voc pl (attic epic) παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/acc pl (attic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor subj act 2nd sg (attic epic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύσεις — θύσις raging fem nom/voc pl (attic epic) θύσις raging fem nom/acc pl (attic) θύ̱σεις , θύω 1 offer by burning aor subj act 2nd sg (epic) θύ̱σεις , θύω 1 offer by burning fut ind act 2nd sg θύ̱σεις , θύω 2 rage aor subj act 2nd sg (epic) θύ̱σεις …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάσεις — περά̱σεις , πέρασις crossing fem nom/voc pl (attic epic) περά̱σεις , πέρασις crossing fem nom/acc pl (attic) περά̱σεις , περάω 1 drive right through aor subj act 2nd sg (attic epic) περά̱σεις , περάω 1 drive right through aor subj act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδειλιάσεις — ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλίασις cowardice fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλίασις cowardice fem nom/acc pl (attic) ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλιάω to be very fearful aor subj act 2nd sg (attic epic doric) ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γειτνιάσεις — γειτνιά̱σεις , γειτνίασις neighbourhood fem nom/voc pl (attic epic) γειτνιά̱σεις , γειτνίασις neighbourhood fem nom/acc pl (attic) γειτνιά̱σεις , γειτνιάω to be a neighbour aor subj act 2nd sg (attic epic doric) γειτνιά̱σεις , γειτνιάω to be a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάσεις — γενείασις growth of the beard fem nom/voc pl (attic epic) γενείασις growth of the beard fem nom/acc pl (attic) γενειά̱σεις , γενειάω grow a beard aor subj act 2nd sg (attic epic) γενειά̱σεις , γενειάω grow a beard aor subj act 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηράσεις — γηράσκω grow old aor subj act 2nd sg (epic) γηράσκω grow old fut ind act 2nd sg γηρά̱σεις , γηράω grow old aor subj act 2nd sg (attic epic) γηρά̱σεις , γηράω grow old aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) γηρά̱σεις , γηράω grow old fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»