-
1 σείς
αντων. вы -
2 αντί
I (перед гласными αντ', ανθ') πρόθ. με ονομ., γεν., αιτιατ.1) (при обознач, замены, замещения) вместо, взамен, за;(όνομ.)
αντίς ο Πέτρος, ας πάει ο Γιάννης — вместо Петра пусть идёт Янис;(γεν.) ημπορείτε να έλθετε σεις αντ' αυτού вместо него можете прийти Вы;(αιτιατ.) αντί
ωφέλεια... — вместо прибыли;2) (при обознач, вознаграждения, выгоды):(γεν.) αντί ελαχίστων θυσιών επέτυχε μεγάλα κέρδη — пожертвовал немногим, а выгоду получил большую;
3) (при обознач, цены):πωλείται αντί δεκαέξη δραχμών — продаётся за шестнадцать драхм;
4) (с сослагат. накл.) вместо того, чтобы;αντί να φωνάζεις έλα βοήθα — вместо того, чтобы кричать, иди помоги;
§ αντίς να τρίζει τ· αμάξι, τρίζει ο αμαξάς погов. ≈ сваливать с больной головы на здоровуюαντί2II τό см. αντίον -
3 σας
-
4 υφίσταμαι
(αόρ. υπέστην) 1. μετ.1) находиться под воздействием (чего-л.); подвергаться (чему-л.), претерпевать; испытывать (что-л.);υφίσταμαι την επίδραση — испытывать воздействие, влияние;
υφίσταμαι την φλυαρίαν κάποιου — терпеть чью-л. болтовню;
υπέστη εξετάσεις ему устроили экзамен;πολλά ατυχήματα υπέστημεν нас постигли большие неудачи; 2) терпеть (убытки, голод, жажду); переносить, выносить (несчастья и т. п.) (по)нести (наказание, потери и т. п.); σεις θα υποστήτε τάς συνεπείας вы будете расплачиваться за последствия; 2. αμετ. 1) быть, существовать;αυτή η εταιρία δεν υφίσταται πλέον — эта компания больше не существует;
2) быть действительным, иметь силу;αυτός ο νόμος δεν υφίσταται πλέον — этот закон уже не действует, уже не имеет силы
См. также в других словарях:
σεις — και εσείς, Ν ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εσύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)σύ (βλ. λ. εσύ), κατά το αρχ. ὑμεῖς (πρβλ. και εμείς)] … Dictionary of Greek
σεις — προσωπική αντων. β προσώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεῖς — σέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) σέω imperf ind act 2nd sg (attic epic) σής moth masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεράσεις — διαπερά̱σεις , διαπεράω go over aor subj act 2nd sg (attic epic) διαπερά̱σεις , διαπεράω go over aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) διαπερά̱σεις , διαπεράω go over fut ind act 2nd sg (attic) διαπερά̱σεις , διαπεράω go over fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροράσεις — παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/voc pl (attic epic) παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/acc pl (attic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor subj act 2nd sg (attic epic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσεις — θύσις raging fem nom/voc pl (attic epic) θύσις raging fem nom/acc pl (attic) θύ̱σεις , θύω 1 offer by burning aor subj act 2nd sg (epic) θύ̱σεις , θύω 1 offer by burning fut ind act 2nd sg θύ̱σεις , θύω 2 rage aor subj act 2nd sg (epic) θύ̱σεις … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσεις — περά̱σεις , πέρασις crossing fem nom/voc pl (attic epic) περά̱σεις , πέρασις crossing fem nom/acc pl (attic) περά̱σεις , περάω 1 drive right through aor subj act 2nd sg (attic epic) περά̱σεις , περάω 1 drive right through aor subj act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδειλιάσεις — ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλίασις cowardice fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλίασις cowardice fem nom/acc pl (attic) ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλιάω to be very fearful aor subj act 2nd sg (attic epic doric) ἀποδειλιά̱σεις , ἀποδειλιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάσεις — γειτνιά̱σεις , γειτνίασις neighbourhood fem nom/voc pl (attic epic) γειτνιά̱σεις , γειτνίασις neighbourhood fem nom/acc pl (attic) γειτνιά̱σεις , γειτνιάω to be a neighbour aor subj act 2nd sg (attic epic doric) γειτνιά̱σεις , γειτνιάω to be a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάσεις — γενείασις growth of the beard fem nom/voc pl (attic epic) γενείασις growth of the beard fem nom/acc pl (attic) γενειά̱σεις , γενειάω grow a beard aor subj act 2nd sg (attic epic) γενειά̱σεις , γενειάω grow a beard aor subj act 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηράσεις — γηράσκω grow old aor subj act 2nd sg (epic) γηράσκω grow old fut ind act 2nd sg γηρά̱σεις , γηράω grow old aor subj act 2nd sg (attic epic) γηρά̱σεις , γηράω grow old aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) γηρά̱σεις , γηράω grow old fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)