-
1 υφίσταμαι
(αόρ. υπέστην) 1. μετ.1) находиться под воздействием (чего-л.); подвергаться (чему-л.), претерпевать; испытывать (что-л.);υφίσταμαι την επίδραση — испытывать воздействие, влияние;
υφίσταμαι την φλυαρίαν κάποιου — терпеть чью-л. болтовню;
υπέστη εξετάσεις ему устроили экзамен;πολλά ατυχήματα υπέστημεν нас постигли большие неудачи; 2) терпеть (убытки, голод, жажду); переносить, выносить (несчастья и т. п.) (по)нести (наказание, потери и т. п.); σεις θα υποστήτε τάς συνεπείας вы будете расплачиваться за последствия; 2. αμετ. 1) быть, существовать;αυτή η εταιρία δεν υφίσταται πλέον — эта компания больше не существует;
2) быть действительным, иметь силу;αυτός ο νόμος δεν υφίσταται πλέον — этот закон уже не действует, уже не имеет силы
-
2 ὑφίσταμαι
ὑφ|ίσταμαι ['подставляться'] 1. брать на себя (напр., риск); 2. браться, обещать -
3 υφίσταμαι
[ифистамэ] р. {пав.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υφίσταμαι
-
4 υφίσταμαι
[ифистамэ] ρ {пав. -
5 δοκιμασία
η1) проверка; испытание, проба; 2) испытание, экзамен;εισιτήριος δοκιμασία — вступительный экзамен;
υφίσταμαι δοκιμασία — или διατελώ υπό δοκιμασίαν — держать экзамен, подвергаться испытанию;
3) испытание, беда, несчастье; мытарство;υφίσταμαι δοκιμασίες — подвергаться испытаниям, терпеть невзгоды
-
6 προσβολή
η1) оскорбление, обида;βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;
προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);
υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;
ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;
καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;
αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;
τί προσβολ! — какое оскорбление!;
2) атака, нападение;υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;
3) воен, поражение (цели);4) мед. поражение;η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);
5) мед. приступ, атака;καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;
εγκεφαλική προσβολ — инсульт;
6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;
7) галоп (лошади) -
7 ανθυφισταμαι
становиться на (чьё-л.) место, замещать -
8 προυφισταμαι
(aor. 2 προϋπέστην) существовать ранее Sext.δυνατοῦ ἥ δύναμις προϋφίσταται Plut. — возможность предшествует возможному
-
9 συνυφισταμαι
(fut. συνυποστήσομαι, aor. 2 συνυπέστην)1) одновременно быть в наличии, вместе существоватьτὸ αἴτιον σ. δεῖ τῷ ἀποτελέσματι ἢ προϋφίστασθαι τούτου Sext. — причина должна существовать одновременно со следствием или предшествовать ему
2) одновременно подвергать себяσ. τινι πάντα Polyb. — разделять с кем-л. все (превратности судьбы)
-
10 απώλεια
-
11 εξάρθρωση
[-ις (-εως)] η1) вывих;υφίσταμαι εξάρθρωση — получить вывих;
2) расчленение; разборка на части;3) разруха; развал -
12 επίδραση
[-ις (-εως)] η влияние, воздействие, действие;ασκώ ( — или εξασκώ) επίδραση επί τίνος — оказывать влияние на кого-л.;
υφίσταμαι την επίδραση — поддаваться влиянию;
μέσο επίδρασης — средство воздействия
-
13 επίθεση
[-ις (-εως)] η1) нападение (тж. спорт.); агрессия; наступление; атака; η συνθήκη μη επιθέσεως договор о ненападении;ένοπλη επίθεση — вооружённое нападение;
παράσπονδη ( — или ύπουλη) επίθεση — вероломное нападение;
σφοδρά επίθεση — яростное наступление; — ожесточённая атака;
πλευρική επίθεση — фланговая атака;
επίθεση αρμάτων μάχης ( — или με τάνκς) — танковая атака;
περνάω σ' επίθεση — переходить в наступление;
κάνω επίθεση — совершать нападение, идти в атаку;
αποκρούω επίθεση — отразить нападение, атаку;
ενεργώ επίθεση — вести наступление;
υφίσταμαι πολλάς επιθέσεις перен. подвергаться атакам со всех сторон или неоднократно;2) накладывание, наложение, прикладывание;επίθεση καταπλάσματος — прикладывание припарок;
επίθεση σφραγίδος — приложение печати;
3) перен. враждебное действие, выпад; наступление;πλ. нападки;απότομη επίθεση — резкий выпад
-
14 ζημία
-
15 ήττα
η поражение (тж. спорт.);εκλογική ήττα — поражение на выборах;
υφίσταμαι ( — или παθαίνω) ήττα — терпеть поражение
-
16 μαρτύριο(ν)
τό1) прям., перен. мучение, мука, пытка;καταντώ μαρτύριο(ν) — мучить;
υποβάλλω σε μαρτύρια — подвергать мучениям;
υφίσταμαι ( — или υποφέρω, τραβώ) μαρτύρια — терпеть, испытывать мучения;
απ' αυτό το παιδί τραβώ μαρτύρια — с этим ребёнком одно мучение;
2) свидетельство, доказательство -
17 μαρτύριο(ν)
τό1) прям., перен. мучение, мука, пытка;καταντώ μαρτύριο(ν) — мучить;
υποβάλλω σε μαρτύρια — подвергать мучениям;
υφίσταμαι ( — или υποφέρω, τραβώ) μαρτύρια — терпеть, испытывать мучения;
απ' αυτό το παιδί τραβώ μαρτύρια — с этим ребёнком одно мучение;
2) свидетельство, доказательство -
18 υπέστην
αόρ. от υφίσταμαι -
19 υπόσταση
υπόσταση ηипостась:οι τρεις υποστάσεις της θεότητας, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα — три ипостаси Божества, Отец, Сын и Святой Дух
Этим.< υπόστασις < дргр. υφίσταμαι < υφίστημι «принимать за основание, служить основой»
См. также в других словарях:
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — υφίσταμαι, (υπέστη υπέστησαν) βλ. πίν. 159 Σημειώσεις: υφίσταμαι : η μτχ. υφιστάμενος απαντάται και ως ουσιαστικό (→ ο κατώτερος στην ιεραρχία, σε σχέση με τον ανώτερο του) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑφίσταμαι — ὑφίστημι place pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek