-
1 πόρισμα
πόρισμα, τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = πρόβλημα.
-
2 πόρισμα
πόρισμαdeduction from a previous demonstration: neut nom /voc /acc sg -
3 πόρισμα
πόρισμα, τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vorteil, Gewinn. Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz -
4 πόρισμα
τό1) заключение, вывод; τα πορίσματα της επιστήμης научные выводы; τα πορίσματα της ιατρικής медицинское заключение; τα πορίσματα των ανακρίσεων заключение следствия;καταλήγω στο πόρισμα — приходить к выводу, делать заключение;
2) мат. следствие -
5 πόρισμα
[поризма] ουσ ο вывод, заключение, следствие, результат. -
6 πόρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρισμα
-
7 πορισμάτων
πόρισμαdeduction from a previous demonstration: neut gen pl -
8 πορίσμασιν
πόρισμαdeduction from a previous demonstration: neut dat pl -
9 πορίσματα
πόρισμαdeduction from a previous demonstration: neut nom /voc /acc pl -
10 πορίσματι
πόρισμαdeduction from a previous demonstration: neut dat sg -
11 πορίσματος
πόρισμαdeduction from a previous demonstration: neut gen sg -
12 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.).
См. также в других словарях:
πόρισμα — deduction from a previous demonstration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρισμα — το, ατος 1. καθετί που πορίζεται, βγάζει, αποκομίζει κανείς από έρευνα ή μελέτη: Πόρισμα της ανάκρισης. 2. (μαθ.), πρόταση που η αλήθεια της είναι φανερή μετά την απόδειξη άλλης πρότασης (θεωρήματος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρισμα — το, ΝΜΑ [πορίζω] 1. καθετί που εξάγεται από μελέτη ή έρευνα, συμπέρασμα («τα πορίσματα τής αστρονομίας») 2. μαθημ. πρόταση που προκύπτει κατά απλό ή προφανή τρόπο από άλλη ή άλλες προηγούμενες προτάσεις αρχ. είδος μαθηματικής πρότασης μεταξύ… … Dictionary of Greek
πορισμάτων — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορίσμασιν — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορίσματα — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορίσματι — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορίσματος — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
συμπέρασμα — το, ΝΜΑ [συμπεραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα… … Dictionary of Greek
αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη … Dictionary of Greek