-
1 πρᾶγος
πρᾱγος = πρᾶγμα. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου1 different actions seek different rewards N. 3.6 π]ραγεσιν[ Δ.. 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2. -
2 πραγος
-
3 πράγος
-
4 πρᾶγος
-
5 πρᾶγος
-
6 πρᾶγος
-
7 πράγει
πρά̱γει, πρᾶγοςstate-affairs: neut nom /voc /acc dual (attic epic)πρά̱γεϊ, πρᾶγοςstate-affairs: neut dat sg (epic ionic)πρά̱γει, πρᾶγοςstate-affairs: neut dat sg -
8 πράγη
πράσσωpass through: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)πρά̱γη, πράσσωpass through: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)πρά̱γη, πρᾶγοςstate-affairs: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρά̱γη, πρᾶγοςstate-affairs: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
9 ἄλλος
ἄλλος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις(ι), - ους: -ας, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις: -ο, -ου, -ο; -α, -ων, -οις, -α) A adj.1 other, another, opposed to preceding.aἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.13
ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31
οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (i. e. ὑψηλοτέρας) N. 9.47b = ἄλλος τις. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν· φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων ( ἆλλος coni. Lobel.) N. 4.39c combined with other adj.μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον O. 1.6
ἄλλαι δὲ δὔ ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ I. 8.34
d =πᾶς ἄλλος. ἄνθεμα φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73
ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187
τὰ δἄλλαις ἁμέραις φάσομαι N. 9.42
Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.55
2 fig. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (= ἄλλοθι, ἐν τείχεσιν, Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 437.) P. 4.2683 combined with another ἄλλο-word.ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
Διαγόρας ἐστεφανώσατο κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ (sc. νίκαν. one victory after another) O. 7.82ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνωνἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Tric.: ἄλλος, ἄλλος ἄλλοις codd.) I. 1.47 combined withτις. ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
second ἄλλος suppressed, ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι some lead further than others O. 9.104 B subs.1 another, others (once neut.)aκεῖνος χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74
“ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” P. 4.118φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ ἄλλοι N. 7.55
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (i. e. “non ita divitibus.” Schmid.) I. 1.68b =πᾶς ἄλλος. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων O. 8.63
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.: ἄλλον Morel.) N. 11.13μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
2 combined with another ἄλλο-word.a † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μέγαλοι ( ἀλλοίοισι coni. Blumenthal: ἐπ' ἄλλοις byz.) O. 1.113ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει bis P. 8.77διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6
ἄλλοισι δ' ἅλικες ἄλλοι N. 4.91
ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.b n. pl. ἄλλα combined with ἄλλοτε. ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς this way and that P. 2.85 ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί of inconstant purpose N. 3.41 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν changes this way and that I. 3.18 -
10 πράσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to pass through, to travel' (only ep.), `to finish, to accomplish, to do, to exact', intr. `to come to an end, to succeed, to act'.Other forms: Att. - ττω, Cret. - δδω, ep. Ion. πρήσσω, fut. πράξω, Ion. - ήξή, aor. πρᾱ̃ξαι, - ῆξαι (all Il.), pass. πραχθῆναι (S., Th.), perf. πέπρᾱγα, - ηγα (Pi., Hdt.), -ᾱχα, - ηχα (Att., Hdt.), pass. πέπραγμαι (A.).Compounds: Often w. prefix, e.g. δια-, εἰσ-, κατα-, συν-. Compounds, e.g. εὑ-, κακο-πρᾱγ-ία f. `prosperity, success', resp. `accident, misfortune' (Pi., Att.) with εὑ-, κακο-πρᾱγ-έω (Att.); anal. δυσ-, κακο-πρᾱγής (Vett. Val., H., not from πρᾶγος); also εὑ-πραξ-ία, Ion. - πρηξ-ίη f., after πρᾶξις, πρᾶξαι.Derivatives: (Compact survey). Nom. actionis: 1. πρᾶξις, πρῆξις (also w. δια-, κατα- a.o.) f. `realisation, accomplishment, advancement, act, exaction' (Il.) with πραξ-είδιον n. dimin. (EM), - ιμος `realisable' (Cyprus II-IIIp), `recoverable' (Delos I-IIp), also πράκτιμος (from Dor. *πρᾶκτις or after πρακτι-κός?) `liable to a money-penalty' (Delphi IIa). Further, with formation after the adj. abstr. (cf. Schwyzer 468 f.), the compp. προ-πραξ-ία f. `precedence in negotiation' (Acarnan. inscr. V-IVa), ὑπερ-πράξ-ιον n. `over-exaction, blackmailing' (Mylasa Vp); cf. also 10. below. -- 2. πρᾶγμα (posthom.), Ion. πρῆχμα (\< - κσμ-; inscr.), πρῆγμα (Hdt.; for πρῆχμα?, s. Schulze Festschr. Kretschmer 217 ff. = Kl. Schr. 409ff.) n. `performed act, fact, business', pl. `facts, state affairs etc.'; as 2. member in ἀ-, πολυ-πράγμων etc.; from this πραγμά-τιον, - τικός, - τίας, - τᾶς, - τώδης, - τεύομαι with - τευμα, - τεία, - τειώδης, - τευτής, - τευ-τικός. -- 3. πρᾶγος n. poet. replacement for the worn out πρᾶγμα (Pi., trag.; Schwyzer 512). -- 4. πρακτύς Dor. = πρᾶξις (EM). -- Nom. agentis: 5. πρακτήρ, πρηκτήρ, - ῆρος m. `executor, tradesman' (Hom.), `exactor' (hell.) with - τήριος `effective, decisive' (A.). -- 6. πράκτωρ, - ορος m. `executor, avenger' (A., S., Antiph.), `exactor, tax official' (Att., pap.) with - τορ-ικός, - ειος, - εύω with - εῖον, - εία (- ία?); on the meaning of πράκτωρ Fraenkel Nom. ag. 1, 220f., 2, 8 f. a. 49 f., Benveniste Noms d'agent 32; attempt to a semant. differentiation of πρακτήρ and πράκτωρ ibd. 47. --7. εἰσ-, ἐκ-πράκτης m. `collector, tax official' (Aq.). -- 8. πρηξών = ἀγοραῖος, i.e. `notary' (Sicil.; Theognost.); prob. from πρῆξις (Schwyzer 517). -- 9. Adj. πρακτικός `concerning action, skilled, practical' (Att.; Chantraine Études 140).Etymology: All forms go back on a common stem πρᾱκ- (analog. πρᾱγ-; Schwyzer 715), which is a κ-enlargement of the zero grade πρᾱ- in πρᾱ-θῆναι, πέ-πρᾱ-μαι, πι-πρά̄-σκομαι etc. (s. πέρνημι) with further connection with πέρᾱ, πείρω (s. vv.) etc. The function of the velar (cf. πλήσσω: πλη-γ-ή, τμή-γ-ω: τέμ-ν-ω, τέμα-χος a.o.) can be designated as terminative (Schwyzer 702 w. n. 5 a. lit.). Assuming a nominal *πρᾱκ- (Schw. 496) is superfluous and unconvincing. For the primary character of πράσσω, πρᾶξαι tell also the old deriv. πρᾶξις, πρῆξις; on this Schw. 505 (where n. 6 is reckoned with a "derived πρήσσω"). -- On meaning and use of πράσσω s. Snell Phil. 85, 141 ff., Braun Stud. itfilcl. N. S. 15, 243ff.Page in Frisk: 2,589-591Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πράσσω
-
11 περαίνω
περαίνω (vgl. πειραίνω), aor. ἐπέρανα, – 1) beendigen, vollenden, vollbringen; μῠϑον, Aesch. Spt. 1042; auch ohne diesen Zusatz, εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα, Pers. 685; περαίνων ἐπίμομφον ἄταν, Ch. 817; περαίνεται δὴ τοὖργον κοὐ ματᾷ τόδε, Prom. 57; πρᾶγος ἄσκοπὁν ἔχει περάνας, Soph. Ai. 22; περαίνει οὐδὲν ἡ προϑυμία, Eur. Phoen. 592; πέραιν' ὅπως λέγεις, Or. 1118 (vgl. Plat. πέραινε ὥςπερ ἤρξω, fahre fort und führe die Rede zu Ende, wie du anfingst, Prot. 353 a, wie τὸν λόγον, Tim. 29 d); πέραινε, ὧν σ' ἀνιστορῶ πέρι, Ion 362; u. pass., χρησμὸς Λοξίου περαίνεται, Phoen. 1697, wie περαίνεται τὰ λόγια Ar. Vesp. 799; u. in Prosa: οὐδὲν ἔτι περανεῖ, Thuc. 6, 86; u. im pass., 6, 70; τὰ δέοντα, Xen. Cyr. 4, 5, 38; τὸ προςταχϑέν, 5, 3, 50; Plat. περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Soph. 243 a, u. öfter; auch absolut, οὐκ ἂν φϑάνοις περαίνων, führe es nur aus, Phaed. 100 c; αὐτὸς πέρανον, Prot. 360 d; πεπεράνϑαι, Gorg. 472 b; καὶ τετελευτηκέναι, Men 75 e; καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον πλήϑει, Parm. 145 a; vgl. Pol. 4, 40, 6; – οὐδὲν περαίνουσιν, sie bringen Nichts zu Stande, Plat. Rep. IV, 426 a, u. öfter; vor sich bringen, erreichen, οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνων, Pol. 5, 19, 5. Bei Posidipp. Ath. III, 87 e herbeischaffen. – 2) durchbohren; auch im obscönen Sinne, sowohl γυναῖκα, κόρην, beschlafen, als von männlicher Unzucht, Sp., wie Clem. Al.; τὸν αἰτίαν ἔχοντα περαίνεσϑαι, D. L. 4, 34, vgl. 2, 127; Suid. erkl. συνουσιάζειν; vgl. Anth. XI, 339. – 3) intrans., sich wohin erstrecken, wohin reichen; περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον, Pind. P. 10, 28; Sp., wie εἴς τι, Arist. u. öfter Plut. Aehnlich περαῖνον δι' ὤτων, was tief in die Ohren eingedrungen ist, Aesch. Ch. 55. – Bei S. Emp. adv. log. 2, 428 ff. stehen τὰ περαίνοντα den ἀπέραντα gegenüber.
-
12 νεό-κοτος
νεό-κοτος, in frischem Zorne, durch seischen Zorn lästig, oder besser (nach ἀλλόκοτος) von neuer, ungewöhnlicher Beschaffenheit; κακά, Aesch. Pers. 252; τί δ' ἔστι πρᾶγος νεόκοτον πόλει παρόν, Spt. 785.
-
13 ἄ-σκοπος
ἄ-σκοπος, 1) unvorsichtig, unbedachtsam, Il. 24, 157. 186; οὐκ ἄσκ. ϑεοὶ τῶν πολυκτόνων Aesch. Ag. 449, d. i. wohl beachtend. – 2) ungesehen, πλάκες Soph. O. C. 1680; unvorhergesehen, unbegreiflich, πρᾶγος, λώβα Ai. 21 Phil. 1111 El. 864; dunkel, ἔπος Aesch. Ch. 803. – 3) ( σκόπος), ohne Ziel, unendlich, χρόνος Soph. Tr. 246; ἄσκοπα τοξεύειν, das Ziel nicht erreichen, Luc. Tox. 62; βέλος Dion. Hal. 8, 86.
-
14 ασκοπος
I21) неосмотрительный, безрассудный(οὔτ΄ ἄφρων οὔτ΄ ἄ. Hom.)
2) не взирающий, не обращающий внимания(οὐκ ἄ. τινος Aesch.)
3) незримый, невидимый(πλάκες, т.е. γῆς βάθρον Soph.)
4) непостижимый, непредвидимый(λώβα Soph.; τύχη Plut.)
5) непонятный, темный(ἔπος Aesch., Soph.)
6) необозримый, т.е. бесконечно долгий(χρόνος Soph.)
7) невообразимый, неслыханный(πρᾶγος Soph.)
II2бьющий мимо цели(ἄσκοπα τοξεύειν Luc.)
-
15 επι
I.I(перед гласн. - ἐπ΄, перед придых. - ἐφ΄; in crasi: κἀπί, κἀπ΄ - ион. κἠπί = καὴ ἐπί; οὑπί = ὅ ἐπί; τοὐπί = τὸ ἐπί; τἀπί = τὰ ἐπί; анастроф. ἔπι)(1) (на вопрос «где?»)- на(στῆναι ἐπι πύργου Hom.; ἐφ΄ ἵππων καὴ ἐπὴ νεῶν βαίνειν Aesch.; ἐπὴ γῆς καὴ ὑπὸ γῆς Plat.)
ἐπὴ τῶν πλευρῶν Xen. — на флангах;ἐπὴ προσπόλου μιᾶς χωρεῖν Soph. — идти в сопровождении единственной помощницы;ἐπὴ τελευτῆς Arst. — в конце- у, при, близ, подле(κόλπος ὅ ἐπὴ Ποσιδηΐου Her.; μεῖναι ἐπὴ τοῦ ποταμοῦ Xen.)
αἱ ἐπὴ Λήμνου ἐπικείμεναι νῆσοι Her. — острова, лежащие близ Лемноса- в(ἐπὴ τοῦ προαστείου Thuc.; ἐπὴ τῶν ἐργαστηρίων καθίζοντες Isocr.; καταλῦσαι τὸν βίον ἐπὴ τῆς πατρίδος Luc.)
οἱ ἐπὴ Θρᾴκης Thuc. — находящиеся во Фракии;οἱ ἐπὴ τῆς Ἀσίας κατοικοῦντες Isocr. — жители Азии;ἐπὴ τῆς οἰκίας Polyb. — дома(2) (на вопрос «куда?») на(ἐπὴ τῆς γῆς καταπίπτειν Xen.)
— в, к, по направлению (ἐπὴ τοῦ κόλπου πλεῦσαι Thuc.; ἥ ἐπὴ Βαβυλῶνος ὁδός Xen.):ἐπὴ τῆς εὐθείας κινεῖσθαι Arst. — двигаться по прямой (линии);ἀναχωρεῖν ἐπ΄ οἴκου Thuc. — вернуться домой;ἐπί στρατοπέδου ἐλθεῖν Xen. — прийти в лагерь;ἐπὴ γνώμης τινός γενέσθαι Dem. — присоединиться к чьему-л. мнению(3) в присутствии, перед (лицом)(ἐπὴ μαρτύρων Isae., Xen.; ἐπὴ τοῦ δικαστηρίοιυ Isocr., Arst.)
ἐπ΄ ἐκκλησίας Thuc. — в народном собрании(4) (при числах, мерах и т.п.) поἐφ΄ ἑνός Xen. — по одному, поодиночке;
τὸ μέτωπον ἐπὴ τριακοσίων, τὸ δὲ βάθος ἐφ΄ ἑκατόν Xen. — по триста (человек) по фронту и по сто в глубину;ἐπὴ ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος Xen. — по восемь кирпичей в ширину(5) во время, в, при(ἐπὴ Κρόνου Hes., Plat.; ἐπὴ τῶν ἡμετέρων προγόνων Xen.; ἐπὴ δείπνου Luc.; ἐπὴ τῶν δείπνων Diod. и ἐπὴ τῆς τραπέζης Plut.)
ἐπὴ τῶν πράξεων Xen. — при наличии дела, когда нужно действовать;ἐπὴ τῆς ἐμῆς ζόης Her. — при моей жизни, пока я жив;ἐπ΄ ἐμεῦ Her., ἐπ΄ ἐμοῦ Dem. — в мое время;οἱ ἐφ΄ ἡμῶν Xen. — наши современники;ἐπὴ σχολῆς Aeschin. — в свободное время, на досуге;ἐπὴ τοῦ παρόντος Arst. — в настоящий момент, пока;ἐπὴ καιροῦ Dem. и ἐπὴ τῶν καιρῶν Aeschin. — вовремя, кстати:ἐπὴ μιᾶς ἡμέρας Luc. — в один (и тот же) день;ταύτας (τὰς πόλιας) ἐπ΄ ἡμέρης ἑκάστης αἵρεε Her. — (Даврис) брал эти города по одному в день(6) по поводу, насчет, относительно, о(ἐπί τινος λέγειν Plat., Arst.; ἐπί τινος σκοπεῖν Xen.; ἐπὴ πάντων ὀργίζεσθαι Dem.)
κρίνειν τι ἐπί τινος Dem. — высказывать какое-л. суждение о чем-л.(7) в соответствии с (чем-л.), на основании, по(8) (выраж. отношение, зависимость, причастность, должность и т.п.; в переводе часто опускается)ἐπὴ νόσου ἔχεσθαι Soph. — быть пораженным болезнью;
ἐπὴ τῆς φιλότητος Arst. — под влиянием любви;(αὐτὸς) ἐφ΄ ἑαυτοῦ Her., Thuc., Xen., Plat.; — сам по себе, тж. отдельно, самостоятельно;ἐπὴ ὀνόματός τινος εἶναι Dem. — носить какое-л. имя;ἥ ἐπ΄ Ἀνταλκίδου εἰρήνη Xen. — Анталкидов мир;τὸ ἐφ΄ ἑαυτῶν Thuc. — их собственные дела, их личные интересы;μένειν ἐπὴ τῆς ἀρχῆς Xen. — оставаться у власти;οἱ ἐπὴ τῶν πραγμάτων (ὄντες) Dem. — государственные деятели;ὅ ἐπὴ τῶν δεσμῶν Luc. — тюремщик;ὅ ἐπὴ τῶν ὁπλιτῶν Dem. — начальник гоплитов;ὅ ἐπὴ τῶν ἐπιστολῶν Plut. — писец, секретарь;ὅ ἐπὴ τοῦ οἴνου Plut. — виночерпий;οἱ ἐπ΄ ἀξίας Luc. — высокопоставленные лица(9) (преимущ. в нареч. оборотах) в, приἐπὴ πάντων Dem. — во всех случаях, при всех обстоятельствах;
ἐπὴ ἡσυχίας τινός Dem. — при (ввиду) чьей-л. беспечности;ἐπ΄ ἀδείας Plut. — в условиях безопасности;ἐπὴ σπουδῆς Plat. — прилежно, усердно;ἐπὴ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. — быть на волосок от гибели;ἐπ΄ αὐτῆς τῆς ἀληθείας Dem. — как оно действительно и есть (было), со всей истинностью;ἐπὴ κεφαλαίων Dem. — в общих чертах;ἔσται ὅ λόγος ἐπὴ παραδείγματος Aeschin. — скажем к примеру;ἐπ΄ ὅρκου Her. — клятвенно;ἐπ΄ ἴσας Soph. — равным образом, точно так же;οὐδ΄ ἐπὴ σμικρῶν λόγων Soph. — ни одним словечком, т.е. нисколько, никак(10) (по)среди, в числеοὐδεὴς ἐπ΄ ἀνθρώπων Soph. — никто из людей
(1) (на вопрос «где?») на(ἐπὴ πᾶσιν βωμοῖς καίειν τι Hom.; ζωέμεν ἐπὴ χθονί Hes.; ἐπὴ τῇ πυρᾷ κεῖσθαι Plat.)
ἐπὴ ταῖς οἰκίαις ἐπεῖναι Xen. — находиться на домах;ἐφ΄ ἵππῳ Xen. — на коне (верхом);ἐπὴ τῷ εὐωνύμῳ (sc. κέρᾳ) Xen. — на левом фланге:ἐπ΄ ἀμφοτέροις Arst. — с обеих сторон;— внутри, в (ἐπὴ δώμασιν ἕλκειν μακρόπονον ζωάν Eur.; ἐπὴ ταῖς οἰκίαισι τὰς δίκας δικάζειν Arph.);— при, у, возле (ἐπὴ Κελάδοντι μάχεσθαι Hom.; ἐπὴ θαλάττῃ οἰκεῖν Xen.):ἐπὴ δόξῃ κτίσαι τινά Plut. — прославить кого-л.(2) (на вопрос «куда?») на(ἐπὴ γαίῃ καταθέσθαι Hom.: ἐπὴ γᾷ πίπτειν Soph.)
— в, к, по направлению (βλέπειν ἐπί τινι Soph.):καταδεῖν ἵππους ἐπὴ κάπῃσιν Hom. — привязать лошадей к яслям;ἐπὴ οἷ καλέσας Hom. — подозвав к себе(3) в присутствии, перед(4) против(ἐπ΄ ἐχθροῖς χεῖρα τρέπειν Soph.; ἐπί τινι μηχανήν τινα ἱστάναι Eur.; τινὰ ἐπί τινι συνιστάναι Her.)
ἐφ΄ Ἕκτορι ἀκοντίζειν Hom. — метать в Гектора копья(5) (вслед) за(τῷ δ΄ ἐπὴ ὦρτο Διομήδης Hom.)
ἐπ΄ ἐξειργασμένοις Aesch., Her.; — после того, как дело свершилось;ἐπὴ τούτῳ ἀνέστη Προκλῆς καὴ εἶπεν Xen. — после него встал Прокл и сказал(6) кроме, помимо, сверх(ἐπὴ τούτῳ, ἐπὴ τῷδε и ἐπὴ τούτοις Her., Eur., Xen., Arst.)
τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὴ τούτοισι Her. — то, что после этого осталось;τρισχίλιοι ἐπὴ μυρίοις Plut. — три тысячи сверх десяти тысяч, т.е. тринадцать тысяч;μεῖζον ἐπὴ κέρδεϊ κέρδος Hes. — огромная прибыль;φόνος ἐπὴ φόνῳ Eur. — непрерывный ряд убийств(7) за, позадиοἱ ἐπὴ πᾶσιν Xen. — следующие за всеми, т.е. арьергард:
(8) в честь, в память(ἐπί τινι λέγειν, sc. ἔπαινον Thuc., Lys., Plat.)
ὅ λίθινος λέων ἕστηκεν ἐπὴ Λεωνίδῃ Her. — каменное изваяние льва воздвигнуто в честь Леонида(9) (выраж. принадлежность или зависимость; в переводе обычно опускается)τἀπὴ σοὴ κακά Soph. — твои несчастья;
ἐπί τινι τήν ἀρχέν ποιεῖσθαι Plut. — передать кому-л. (свою) власть, т.е. назначить кого-л. своим преемником;καταλείπειν τι ἐπί τινι Arst. — предоставить что-л. на чьё-л. усмотрение;ἐπί τινι εἶναι Xen., Plat.; — быть в чьей-л. власти, находиться в чьём-л. распоряжении:ἐπὴ τῷ πλήθει κράτος, sc. ἐστίν Soph. — власть принадлежит народу;τὰ πάντα τότ΄ ἦν ἐπὴ τοῖς τότ΄ ἔθεσι Dem. — все было тогда обусловлено тогдашними нравами;τὸ ἐπὴ τούτοις εἶναι Lys. — насколько это от них зависит(10) (об управлении, начальствовании или владении) во главеἐπὴ τοσούτῳ στρατεύματι Thuc. — во главе столь большого войска;
ναύαρχος ἐπὴ ταῖς ναυσίν Xen. — флотоводец;ὅ ἐπὴ τοῖς καμήλοις Xen. — погонщик верблюдов;ἀπολιπεῖν τινα κληρονόμον ἐπὴ πολλοῖς κτήμασιν Plut. — оставить кого-л. наследником больших богатств(11) во время, в течение(ἐφ΄ ἡμέρῃ ἠδ΄ ἐπὴ νυκτί Hes.)
ἐπ΄ ἤματι Hom. — днем, но тж. в течение (одного) дня;ἐπὴ τῷ δείπνῳ ( или σίτῳ) Xen. — за трапезой;ἥλιος ἧν ἐπὴ δυσμαῖς — солнце клонилось к закату;ἐπὴ (τῇ) τελευτῇ Arst. — в конце;ἐπὴ κυνί Arst. — во время каникул, т.е. в самое знойное время года(12) сообразно, согласно, соответственно(ἐπὴ τοῖς νόμοις Dem.; καλεῖσθαι Ῥώμην ἐπὴ Ῥωμύλῳ τέν πόλιν Plut.)
κεκλῆσθαι ἐπί τινι Plat. — быть названным по имени чего-л.;ἐπὴ πᾶσι οικαίοις Aeschin., Dem.; — по всей справедливости(13) вследствие, по поводу, из-за(ἐπί τινι μάλα πολλὰ παθεῖν Hom., γελᾶν ἐπί τινι Aesch.)
ἐπ΄ εὐνοία τῆς πόλεως Lys. — из любви к отечеству;ἐφ΄ αἵματι φεύγειν Dem. — подвергнуться изгнанию за убийство(14) с целью, ради, дляἐφ΄ οἶς ἐλήλυθας Soph. — (то), ради чего ты прибыл;
ὀδόντες ἐπὴ τῷ διαιρεῖν Arst. — зубы для разрезания (пищи), т.е. резцы;ἐπὴ θανάτῳ συλλαβεῖν Isocr., Diod., Luc.; — схватить и предать смерти;ἐπὴ σωτηρίᾳ κοινῇ Plut. — для общего блага;ἐπ΄ ὠφελείᾳ τῶν φίλων Plat. — на пользу друзьям;ἐπ΄ ἀγαθῷ τινος Xen. — для чьего-л. блага(15) в отношении, что касается (до)ἐπὴ ἐπῶν ποιήσει Ὅμηρον μάλιστα τεθαύμακα Xen. — в области эпической поэзии я больше всего восторгаюсь Гомером
(16) (в мат. и проч. обозначениях)τὸ ἐφ΄ ᾦ — В Arst. ( нечто), обозначаемое буквой В
(17) против(ἥ ἐπὴ τῷ Μήδῳ συμμαχίᾳ Thuc.; νόμους ἐπὴ τοῖς ἀδικοῦσι ἀναγράψαι Dem.)
(18) ( об условии) на, заἐπ΄ ἀργύρῳ Soph., ἐπ΄ ἀργυρίῳ Dem., Arst. и ἐπὴ χρήμασιν Dem. — за деньги;
ἐπὴ κέρδεσι Soph. и ἐπὴ κέρδει Xen. — из-за выгоды;ἐπ΄ οὐδενί Her. — ни за что;ἐπὴ μεγάλοις τόκοις Dem. — за высокий процент;δανείζειν ἐπὴ νηΐ Dem. — давать ссуду под залог корабля;ἐπὴ τοῖς εἰρημένοις Eur. и ἐπὴ ῥητοῖς Thuc. — на (заранее) установленных условиях;ἐπὴ τῇ ἴσῃ καὴ ὁμοίᾳ Thuc. — на равных и одинаковых условиях(1) (на вопрос «где?») наἐπὴ πολύ Thuc., Xen.; — на далеком расстоянии;
ἐπ΄ ἀμφότερα Her., Arst.; — по обе стороны, с обеих сторон, в обоих направлениях;— у, при, в (ἐπὴ τὰς εἰσόδους στῆναι Xen.)(2) (на вопрос «куда?») наἡ ἀχθεῖσα ἐπὴ τέν βάσιν (sc. γραμμή) Arst. — опущенная на основание (прямая) линия, т.е. перпендикуляр;
— в, (по направлению) к (ἐπὴ βωμὸν ἄγειν Hom.; ἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her.; ἐπὴ τέν περιφέρειαν φέρεσθαι Arst.; ἥ ὁδὸς ἐπὴ Ἐκβάτανα φέρει Xen.):ἐπὴ τέρμα ἀφίκετο Hom. — от достиг цели;ἐπὴ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Thuc. — мнения сошлись(3) на протяжении, через, поπουλὺν ἐφ΄ ὑγρήν Hom. — по широко раскинувшемуся морю;
ἐπὴ πολλὰ ἀλήθην Hom. — я обошел много стран;ἐπὴ εἴκοσι σταδίους Xen. — на расстоянии двадцати стадиев(4) среди, между(κλέος πάντας ἐπ΄ ἀνθρώπους Hom.)
τὸ κάλλιστον γένος ἐπ΄ ἀνθρώπους Plat. — красивейшее из человеческих племен(5) против(πέμπειν στρατηγὸν ἐπί τινα Her.; ἰέναι ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ταῦτ΄ ἐφ΄ ὑμᾶς ἐστιν Dem. — это направлено против вас(6) во время, в течениеἐπὴ χρόνον Hom., Her. и ἐπὴ χρόνον τινά Plat. — в течение некоторого времени;
ἐπὴ δύο ἡμέρας Thuc. — в течение двух дней;ἐπὴ βραχύ Arst. — вскоре и вкратце(7) (вплоть) до(ἐπ΄ ἠῶ Hom.)
ἐπὴ γῆρας ἱκέσθαι Hom. — дожить до старости(8) сообразно, согласноἐπὴ στάθμην ἰθύνειν Hom. — выравнивать по (натянутому) шнуру;
ἐπὴ τοῦτον τὸν λόγον Lys. — на основании этих слов(9) ( разделительно) поἐπὴ πέντε καὴ εἴκοσιν Thuc. — по двадцати пяти;
ἐπὴ μίαν ναῦν Polyb. — по одному кораблю в ряд, т.е. в кильватерной колонне(10) ( при указании промежутка времени) на(ἐπὴ δέκα ἔτη Thuc.)
ὅσον ἐπ΄ ἀνθρώπων γενεάν Xen. — сколько хватило бы на (всю) человеческую жизнь;ἐπ΄ ἡμέρην ἔχειν Her. — иметь дневное пропитание(11) ( при указании числа или меры) в пределах, около, до(ἐπὴ διηκόσια Her.)
μέ ὅλος ψευδής, ἀλλ΄ ἐπί τι Arst. — ложный не вполне, а частично(12) что касается (до), в отношении(τοὐπὴ τήνδε τέν κόρην Soph.)
ἵπποι ἐπὴ νῶτον ἔϊσαι Hom. — кобылицы, равные по хребту, т.е. одинакового роста(13) с целью, дляἥκειν ἐπὴ πρᾶγος πικρόν Aesch. — прийти по печальному делу;ἐπὴ τὸ βοηθεῖν τινι Arst. — для оказания помощи кому-л.;χρήσιμος ἐπὴ οὐδέν Dem. — ни на что не годный(14) ( в наречных выражениях)ἐπὴ πᾶν Thuc., Arst. и ἐπὴ πάντα Plat. — в общем, в целом, вообще;
ἐπὴ βάθος Thuc. — в глубину;ἐπὴ διπλάσιον Xen. — вдвое;ἐπὴ πλέον καὴ μᾶλλον ἢ ἐπ΄ ἔλαττον καί ἧττον Plat. — в большей или в меньшей степени;ἐπὴ ἶσα Hom. — поровну, ( о борьбе) без чьего-л. перевеса;ἐπὴ ὅσον δεῖ Thuc. — (на)сколько нужно;ἐπὴ (σ)μικρόν Soph., Arst.; — немного, мало;ἐπὴ μεῖζον κοσμῆσαί τι Thuc. — чрезмерно разукрасить что-л.;ἐπὴ γελοιότερα Plat. — выставляя на смех;ἐπὴ τὸ ἄπειρον Arst. — до бесконечности, бесконечно;ἐπὴ τὸ χεῖρον Arst. — к худшему, во вред;ἐπὴ (τὸ) πολύ Xen., Arst.; — во многих случаях, (очень) частоIIadv.1) поверх, наверху, сверхуἐπὴ ἄλφιτα πάλυνεν Hom. — поверх (Гекамеда) насыпала муки;
χυτέν ἐπὴ γαῖαν ἔχευαν Hom. — сверху (над могилой Патрокла) насыпали курган2) тогда, затем3) а также, сверх того, далееἐπὴ δὲ πλήξιππον Ὀρέστην Hom. — (Гектор и Арей убили) также искусного наездника Ореста
II.Iанастрофически = ἐπί См. επι IIIοὐ γὰρ ἔπ΄ ἀνήρ, οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν Hom. — ибо нет мужа, каким был Одиссей;
ἔπι τοι καὴ ἐμοὴ θάνατος Hom. — ибо ведь и надо мной нависла смерть -
16 νεοκοτος
-
17 πράγεσιν
πρά̱γεσιν, πρᾶγοςstate-affairs: neut dat pl -
18 πράγους
πρά̱γους, πρᾶγοςstate-affairs: neut gen sg (attic epic doric) -
19 ἀρχά
ἀρχά (ἀρχά, -ᾶς, -ᾷ, -άν, -ά; -αί, -αῖς)a kingdom, realm τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ i. e. here on earth O. 2.58ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.61
[v.ἀρχαῖος P. 4.106
]b beginningἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα tracing the earlier origins of the Olympic festival O. 10.78 μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται ( ἀρχαί v. l.) O. 11.5 ( φόρμιγξ)· τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, ἀγλαίας ἀρχά P. 1.2
τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. τοὺς Ἀργοναύτας) P. 4.70πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον ἐξ ἀρχᾶς P. 4.132
τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.8
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. με τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. 2. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια i. e. basis fr. 205. 1. ἀρχᾶθεν: in the beginning, of oldπρόγονοι, ἀρχᾶθεν Ἰαπετονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.55
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν I. 4.7
-
20 δείκνυμι
1 show, make known “ καὶ Δαμαίῳ μιν θύων ταῦρον ἀργάεντα πατρὶ δεῖξον” (join ταῦρον with θύων, μιν = χαλινόν with δεῖξον) O. 13.69καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων P. 4.220
ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.83
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (Er. Schmid: νἔ ἀνέδειξαν cod.) I. 8.47 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 5. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4. followed by epexeg. inf., ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον (i. e. ὥστε μαθεῖν) O. 9.74 followed by explanatory clause,δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' κοιτάξατο ὥς τε παῖς ἔπορεν O. 13.75
[dub. ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν (codd. contra met.: del. ἔδειξεν Bergk, edd.: ἅπασαν del byz.) P. 6.46]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρᾶγος — state affairs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράγος — άγεος, τὸ, Α 1. ποιητ. τ. τού πρᾱγμα 2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ τού πράττω* με σιγμόληκτο σχηματισμό] … Dictionary of Greek
πολύπραγος — η, ο, Ν 1. αυτός που ασχολείται ή έχει ασχοληθεί με πολλά 2. πολύτροπος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πραγος (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πράγ μα), πρβλ. ά πραγος, κακό πραγος) … Dictionary of Greek
πράγει — πρά̱γει , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρά̱γεϊ , πρᾶγος state affairs neut dat sg (epic ionic) πρά̱γει , πρᾶγος state affairs neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόπραγος — η, ο 1. αυτός που πράττει τα καλά, τα δίκαια, που έχει καλούς τρόπους 2. αυτός που φέρνει το καλό, τυχερός, γουρλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγος (< πράττω), πρβλ. πολύ πραγος] … Dictionary of Greek
πράγη — πράσσω pass through aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρά̱γη , πράσσω pass through aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρά̱γη , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρά̱γη , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πράγεσιν — πρά̱γεσιν , πρᾶγος state affairs neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράγους — πρά̱γους , πρᾶγος state affairs neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)