-
1 απέραντα
-
2 ἀπέραντα
-
3 περαίνω
περαίνω (vgl. πειραίνω), aor. ἐπέρανα, – 1) beendigen, vollenden, vollbringen; μῠϑον, Aesch. Spt. 1042; auch ohne diesen Zusatz, εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα, Pers. 685; περαίνων ἐπίμομφον ἄταν, Ch. 817; περαίνεται δὴ τοὖργον κοὐ ματᾷ τόδε, Prom. 57; πρᾶγος ἄσκοπὁν ἔχει περάνας, Soph. Ai. 22; περαίνει οὐδὲν ἡ προϑυμία, Eur. Phoen. 592; πέραιν' ὅπως λέγεις, Or. 1118 (vgl. Plat. πέραινε ὥςπερ ἤρξω, fahre fort und führe die Rede zu Ende, wie du anfingst, Prot. 353 a, wie τὸν λόγον, Tim. 29 d); πέραινε, ὧν σ' ἀνιστορῶ πέρι, Ion 362; u. pass., χρησμὸς Λοξίου περαίνεται, Phoen. 1697, wie περαίνεται τὰ λόγια Ar. Vesp. 799; u. in Prosa: οὐδὲν ἔτι περανεῖ, Thuc. 6, 86; u. im pass., 6, 70; τὰ δέοντα, Xen. Cyr. 4, 5, 38; τὸ προςταχϑέν, 5, 3, 50; Plat. περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Soph. 243 a, u. öfter; auch absolut, οὐκ ἂν φϑάνοις περαίνων, führe es nur aus, Phaed. 100 c; αὐτὸς πέρανον, Prot. 360 d; πεπεράνϑαι, Gorg. 472 b; καὶ τετελευτηκέναι, Men 75 e; καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον πλήϑει, Parm. 145 a; vgl. Pol. 4, 40, 6; – οὐδὲν περαίνουσιν, sie bringen Nichts zu Stande, Plat. Rep. IV, 426 a, u. öfter; vor sich bringen, erreichen, οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνων, Pol. 5, 19, 5. Bei Posidipp. Ath. III, 87 e herbeischaffen. – 2) durchbohren; auch im obscönen Sinne, sowohl γυναῖκα, κόρην, beschlafen, als von männlicher Unzucht, Sp., wie Clem. Al.; τὸν αἰτίαν ἔχοντα περαίνεσϑαι, D. L. 4, 34, vgl. 2, 127; Suid. erkl. συνουσιάζειν; vgl. Anth. XI, 339. – 3) intrans., sich wohin erstrecken, wohin reichen; περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον, Pind. P. 10, 28; Sp., wie εἴς τι, Arist. u. öfter Plut. Aehnlich περαῖνον δι' ὤτων, was tief in die Ohren eingedrungen ist, Aesch. Ch. 55. – Bei S. Emp. adv. log. 2, 428 ff. stehen τὰ περαίνοντα den ἀπέραντα gegenüber.
-
4 ξυμπεραινω
1) приводить в исполнение, доводить до конца, заканчивать, довершатьξυμπερᾶναι φροντίδα Eur. — продумать до конца, поразмыслить;
κλῇθρα σ. μοχλοῖς Eur. — крепко запирать на запоры;ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο Xen. — вот какие меры были приняты2) совместно совершать, помогать закончитьμετεῖναι τῶν βουλευμάτων καὴ ξ. Eur. — участвовать в планах и помогать их выполнению;
συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν πρός τινα Dem. — разжигать чью-л. вражду к кому-л.3) простирать, распространять4) простираться, распространяться, доходить(σ. καὴ ἐπεκτείνεσθαι εἴς τι Arst.)
5) (преимущ. med.) делать вывод, умозаключатьσυμπεράνασθαι τέν πρότασιν Arst. — вывести (логически) положение;
οὐ συμπεραίνεται Arst. — (логически) не следует;τὸ συμπερανθέν Arst. и τὸ συμπεπερασμένον Arst., Plut. — логический вывод, умозаключение; -
5 συμπεραινω
1) приводить в исполнение, доводить до конца, заканчивать, довершатьξυμπερᾶναι φροντίδα Eur. — продумать до конца, поразмыслить;
κλῇθρα σ. μοχλοῖς Eur. — крепко запирать на запоры;ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο Xen. — вот какие меры были приняты2) совместно совершать, помогать закончитьμετεῖναι τῶν βουλευμάτων καὴ ξ. Eur. — участвовать в планах и помогать их выполнению;
συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν πρός τινα Dem. — разжигать чью-л. вражду к кому-л.3) простирать, распространять4) простираться, распространяться, доходить(σ. καὴ ἐπεκτείνεσθαι εἴς τι Arst.)
5) (преимущ. med.) делать вывод, умозаключатьσυμπεράνασθαι τέν πρότασιν Arst. — вывести (логически) положение;
οὐ συμπεραίνεται Arst. — (логически) не следует;τὸ συμπερανθέν Arst. и τὸ συμπεπερασμένον Arst., Plut. — логический вывод, умозаключение; -
6 συμπεραίνω
A accomplish jointly, τι Isoc.4.171, v.l.in E.Med. 887:— [voice] Med., συμπεραναμένων τῶν.. συνεργῶν αὐτῷ τὴν πρὸς Θηβαίους ἔχθραν had effectually helped him to create the ill-feeling, D.18.163;ἀπέραντα ξυμπεραίνῃ Luc.Philops.9
:—[voice] Pass., to be accomplished simultaneously,τὰ συμπερανθέντα τάχη Pl.Ti. 39d
.2 finish, work out, ἐπειδὰν συμπεράνωμεν (- αίνωμεν codd.)τὸν.. λόγον Gal.6.214
:—[voice] Pass., ib.15.II decide or conclude absolutely, ξ. φροντίδα make up one's mind, E.Med. 341;σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu. 401b21
; κλῇθρα μοχλοῖς make the doors doubly sure by bars, E.Or. 1551 (troch.); ὁ συμπεραίνων (sc. ἀριθμός ) the last counted, in a series, Speus. ap. Theol.Ar.62:—[voice] Pass., to be quite finished, X.Cyr.6.1.31.2 in Logic, [voice] Med. συμπεραίνεσθαι conclude syllogistically, draw conclusions, Arist.APr. 57b20, EN 1094b22:—[voice] Pass., to be so concluded, Id.Ph. 186a24; τὸ συμπερανθέν the conclusion drawn, Id.EN 1146a26;ἔστω συμπεπερασμένον Id.APr. 42a8
; σ. τι κατά τινος ib. 66a38.III intr. in [voice] Act., extend equally far, Id.HA 541a2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεραίνω
-
7 ἀπέραντος
A boundless, infinite, of space,πεδίον Pi.N. 8.38
(who also hasἀπείραντος ἀλκά P.9.35
);πόντου κλῇδ' ἀ. E.Med. 213
(lyr.);τὸν ἀέρα τόνδ' ὄντ' ἀ. Ar.Nu. 393
; ; of time, endless,τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον· ἀπέραντον Ar.Nu.3
; ; of number, countless, infinite,ἀ. ἀριθμὸς ἀνθρώπων Id.Criti. 119a
;ἀ. κακά Id.R. 591d
, al.;λῦπαι Plu.Sol.7
;πένθη Fab.17
; unlimited,τιμωρίαι D.23.39
; generally, of events, business, etc., ἀπέραντον ἦν there was no end to it, Th.4.36;μακρὸν καὶ ἀ. φαίνεται Arist.EN 1101a26
; ἀπέραντα περαίνειν represent as concluded what is not concluded, Luc.Philops.9 (with allusion to signf. 111);μηδὲν ἀβασάνιστον μηδ' ἀ. Plb.4.75.3
. Adv., τὸ ἀπεράντως διεστηκός of unlimited dimensions, Arist.Ph. 204b21, Metaph. 1066b33.IV incomplete, imperfect, of persons,ἀτελὴς καὶ ἀ. Artem.1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπέραντος
См. также в других словарях:
ἀπέραντα — ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
безконьчьнии — (3*) пр. Бесконечный, не имеющий конца, предела: бдѩща прѣдъстави ѡ(т) д҃не живота сего къ д҃ни ѡномоу бесконечнемоу. СбЯр XIII, 135; тѣмь, ѥгда болши бѣаху грѣхоу, множаиша слава вамъ бы(с) ѡ(т) б҃а. ѥгда меньша прегрѣшени˫а нынѩ соуть, бошью… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
αστρονομική μονάδα — Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποστάσεων στο πλανητικό μας σύστημα. Ισούται με το μήκος του μεγάλου ημιάξονα της τροχιάς της Γης (149,5 εκατ. χλμ.). Η χρησιμοποίησή της έγινε αναγκαία για να μπορούν να εκφραστούν με… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
διαφυγής, ταχύτητα — (Αστρον.). Η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα, ώστε, όταν εκτοξεύεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη, να απομακρυνθεί από αυτόν χωρίς η δύναμη της βαρύτητας του πλανήτη να μπορεί να το συγκρατήσει και να το επαναφέρει στην… … Dictionary of Greek