-
1 προστίθημι
προσ|τίθημι ['прилагать'] 1. прикладывать, приставлять; 2. прибавлять, отдавать кому; 3. притворять (двери) -
2 προστιθημι
дор. ποτιτίθημι1) прикладывать, приставлять(λίθον Hom.; κλίμακας τοῖς πύργοις Thuc.)
στέρνα τινὸς προσθέσθαι Eur. — прижать кого-л. к своей груди;χέρα π. ἐλάτη Eur. — хвататься рукой за сосну;π. γόνασίν τινος ὠλένας Eur. — обнимать чьи-л. колени руками;π. τοὺς μύωπας Polyb. — бить шпорами, шпорить2) притворять, затворять(τὰς θύρας Her.; τὰς πύλας Thuc.)
3) протягивать (в знак клятвы), простирать(χεῖρα δεξιάν Soph.)
4) тж. med. давать, передавать(τί τινι Aesch., Her.)
οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὴ προστιθείς Plat. — не только без вознаграждения, но даже приплачивая;π. τινὰ πυρί Eur. — предавать кого-л. огню;π. τινὴ πόλιν Thuc. — передавать кому-л. город;τινά τινι γυναῖκα προσθεῖναι Her. — выдать кого-л. за кого-л. замуж;προσθέσθαι τινὰ δάμαρτα Soph. — взять кого-л. в жены5) накладывать, налагать, возлагать(πρῆγμά τινι Her.; τινὴ ζημίας Thuc.)
π. τινὴ ἀτιμίην Her. — покрывать кого-л. позором;τὰς ἀράς τινι π. Soph. — осыпать кого-л. проклятиями;π. τινὴ πρήσσειν τῇ δύναιτο ἄριστα Her. — поручить кому-л. действовать как можно лучше;ἐν δρόμῳ π. μέτρον Aesch. — умерять бег6) тж. med. причинять(τινὴ πόνους Eur.)
π. τινὴ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε Eur. — повергнуть кого-л. в немое изумление;πόλεμον προσθέσθαι Her. — вступить в войну7) приписывать(θράσος τινί Eur.)
μέ τοῖς ὀλίγοις ἥ αἰτία προστεθῇ Thuc. — пусть не приписывается эта вина (лишь) немногим8) тж. med. прилагать, применятьπ. φιλανθρωπίαν εἴς τι Dem. — поступать человеколюбиво в чем-л. μῆνιν προσθέσθαι τινί Her. излить свой гнев на кого-л.
9) тж. med. добавлять, прибавлять, присоединять(τί τινι и πρός τινι Her., Plat. тж. ἐπί τινι Soph. и πρός τι Arst.)
ἐάν τι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμεν Plat. — если мы что-л. отнимем или прибавим;ἄγγελλε ὅρκον προστιθείς Soph. — объяви, подтвердив клятвой;προσθεὴς εἶπε παραβολήν NT. — он добавил (следующую) притчу;Ἀθηναίοις προσθεῖναι ἑαυτόν Thuc. — примкнуть к афинянам;προσθέσθαι τὸν δῆμον πρὸς τέν ἑωυτοῦ μοίρην Her. — привлечь народ на свою сторону;π. ἑαυτὸν ἐς πίστιν τινι Thuc. — доверяться кому-л.;προσθέσθαι φίλον τινά Her. — сделать кого-л. своим другом10) присоединять, приобщать(τινὰς τῇ ἐκκλησίᾳ NT.)
-
3 πίμπλημι
πίμπλημι, - αμαιGrammatical information: v.Meaning: `to fill, to make full', intr. `to fill oneself, to become or be full' (Il.).Other forms: - άνεται 3. sg. (I 679), rare - άω, - έω (Hp.), also πλήθω (intr., late also tr.; ep. poet. Il.). Aor. πλῆ-σαι, - σασθαι, - σθῆναι, (Il.), intr. πλῆ-το, - ντο (ep.), ἐν-έπλητο etc. (Att.), fut. πλή-σω, - σομαι (Od.), - σθήσομαι (Att.), perf. midd. πέπλησμαι (IA.), act. πέπληκα (Att.), intr. πέπληθα (poet.).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-(συν-ανα-, προσ-ανα- a.o.), ἐν- ( ἀντ-εν-, παρ-εν- a.o.). As 1. member in some governing compp., e.g. πλησίστιος `filling the sail' (Od., E.), `with full sails' (Ph., Plu.).Derivatives: 1. πλέως (also w. ἐν-, ἀνα-, ἐκ- a.o. to ἐμ-πίμπλημι etc.), Ion. πλέος, ep. πλεῖος = *πλῆος, ntr. πλέον `full' (Il.). On the comp. πλείων with sup. πλεῖστος s. esp. -- 2. πλή-μη f. `high tide, flood' (Plb., Str. a.o.), - σμη f. `id.' (Hes. Fr. 217), - μα πλήρωμα H., - σμα n. `fertilisation' (Arist.); - σμιος `saturating, causing tedium' (Epicur., medic.); - σμονή f. `fullness, congestion, (over)saturation' (IA.; Schwyzer 524, Chantraine Form. 207) with - σμονώδης (Hp., Gal.), - σμονικός (Pythag. Ep.) `(over)saturating'. On πλήμνη s. v. -- 3. πλή-ρης `full' (IA.); as 1. member e.g. πληρο-φορέω ` fulfill' (Ctes., LXX, NT, pap.); πληρό-της f. `fullness' (Plu.), πληρ-όω, very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐκ-, ἀπο-, συν-, `to make full, to (ful)fill, to finish, to pay fully' (IA.) with - ωμα ( ἀνα-, συν- a.o.) n. `filling, filling piece, full number, full payment, (full) crew' (IA.), - ωσις ( ἀνα-, ἐκ- u.a.) f. `accomplishment, complement, satisfaction' (IA.; Holt Les noms d'action en - σις 128), - ωτής ( ἐκ-, ἀπο-) m. `finisher, executor, collector' (Att.), - ωτικός ( ἀνα-, συν- a.o.) `fulfilling, completing' (Epicur., medic. a. o.). -- 4. πλῆ-θος n. `fulness, mass (of people), herd' (Il., Dor., Arc.); often as 2. member, e.g. παμ-πληθής `consisting of a whole mass, very numerous' (Att.); -θᾱ f. `id.' (Locr., Boeot.); -θύ̄ς, - θύος f. `id.' (Ion. Cret. Locr. hell.; Bechtel Dial. 2, 791f., also Ruijgh L'élém. ach. 110 against Leumann Hom. Wörter 294 f.) with - θύω `to be full, to become full, increase', - θύνομαι, - θύνω `to belong to the mass, to agree with it, to augment oneself; to make full, to augment' (A., Arist., LXX, NT); from it - θυσμός m. `increase' (Procl., Simp.), - θυντικός `plural' (Gramm. a.o.); 5. πληθ-ώρα, Ion. -η f. `fulness', rnedic. `plethora, full-blooded' (Ion. hell.; on the secondary barytonesis Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 181 f.) with - ωριάω `suffer from p.'. - ωρικός `plethoric' (Gal.), - ωρέω `to be full' (Suid.).Etymology: The sigmatic aorist 3. sg. ἔ-πλησ-ε is (except for the -ε) identical with Skt. á-prās: IE *é-pleh₁s-t; with 1. pl. pres. πίμ-πλα-μεν agrees also, setting aside the secondary nasalisation of the present, Skt. pi-pr̥-más: IE *pi-pl̥-mé(s). Also 3. sg. πίμ-πλη-σι has a non-Gr. agreement, in Av. ham-pā-frāi-ti `fills up' over against Skt. pí-par-ti from IE * pi-pel-ti. Both in Greek and in Iran. came in sing. the langvocalic full grade plē- after other forms (e.g. the aor. *é-plēs-) for the prob. older Skt. pí-par-ti. After the pattern of τίθημι: τίθεμεν one made sometimes forms like ptc. pl. f. πιμπλεῖσαι (Hes.: τιθεῖσαι). With πέ-πλη-θ-α cf. still Skt. pa-prā́[u] (on θ below). -- The r-suffix in πλή-ρης (for older *πλη-ρο-ς? Schwyzer 513) is both in Arm. li-r `fullness' (from * plē-r-i-) and in Lat. plē-rus `for the greater part', plērī-que `most' (s. W.-Hofmann s. v.) attested. Also πλέως from *πλῆος (= Hom. πλεῖος), *πλη-(ι)ος can be equated with Arm. li `full' (better then li from * plē-tos = Lat. - plētus a.o.). The m-suffix in πλή-μη, - μα seems also in Lat. plēminābantur replēbantur (Gloss.; from * plēmen = πλῆμα) to be represented. -- Like πλῆ-θος: πλή-θω, πέ-πλη-θα also βρῖ-θος: βρί-θω: βέ-βρι-θα (s. v. and Schwyzer 511 a. 703); with πλῆθος, -θύ̄ς (on which Schwyzer 463f. and Frisk Eranos 43, 221) one compares Lat. plēbēs from IE *plēdhu̯ēs (cf. W.-Hofmann s. v.); well-argued doubts in Ernout-Meillet s. v. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 63f., Pok. 799f., W.-Hofmann s. pleō, Mayrhofer s. píparti1; older lit. also in Bq. On the Greek form still Schwyzer 689. -- Cf. πολύς, πλείων, πλήμνη.Page in Frisk: 2,537-538Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πίμπλημι
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… … Dictionary of Greek
ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος … Dictionary of Greek
θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
τοποθετώ — έω, ΝΑ νεοελλ. 1. βάζω σε ορισμένη θέση («τοποθέτησα τη γλάστρα στο μπαλκόνι») 2. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω σε ορισμένη θέση («τόν τοποθέτησαν στο Υπουργείο Εξωτερικών») 3. (σχετικά με κεφάλαιο) κάνω τοποθέτηση αρχ. προσδιορίζω τη θέση ενός… … Dictionary of Greek
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek