-
1 προς-τρέπω
προς-τρέπω (s. τρέπω), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προςτραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als ἱκέτης, an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προςκυνεῖν erkl., προςτρέπεσϑαι ϑεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προςτραπέσϑαι τούςδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προςτραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῠτά σ', ὦ Ζεῠ, προςτρέπω, Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσϑαι πρόςτρεπ' Ἀργείων χϑόνα, Eur. Suppl. 1194.
-
2 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.). -
3 τρέπω
τρέπω, ion. τράπω, Her., fut. τρέψω, aor. ἔτρεψα; aor. pass. ἐτρέφϑην, ion. u. ep. ἐτράφϑην, Od. 15, 80 u. oft Her.; aor. II, act. bei Hom. ἔτραπον, Il. 16, 657 intransitiv gebraucht; med. ἐτραπόμην gebräuchlicher; aor. II. pass. ἐτράπην, conj. τραπείομεν = τραπῶμεν, Od. 8, 292 (?s. τέρπω); perf. act. τέτροφα, auch τέτραφα, Din. 1, 108 u. Sp.; perf. pass. τέτραμμαι, Hom. τετραμμένος u. imperat. τετράφϑω, Il. 12, 273, u. vom plusqpf. 3. P. sing. τέτραπτο u. plur. τετράφατο, Il. 10, 189, wie τετράφαται Theogn. 42, auch Plat. Rep. VII, 533 b, s., ἐπιτρέπω; – drehen; – 1) wenden, kehren, übh. eine gewisse Richtung geben; πάλιν τρέπε μώνυχας ἵππους, Il. 8, 432, er lenkte sie zurück; πάλιν τρέπεν ὄσσε, 13, 3, vgl. 20, 439. 21, 415; ὀπίσσω τρέπεσϑαι, 12, 273; u. mit dem gen., πάλιν τρέπεσϑαί τινος, 18, 138; ἐς Τροίην δ' οὐ πάμπαν ἔτι τρέπεν ὄσσε, 13, 7; πολλὰ πρὸς ἠίλιον κεφαλὴν τρέπε, Od. 13, 29, u. so öfter mit εἰς und πρός; auch τρέψας πὰρ ποταμόν, Iliad. 21, 603; ἐπί τινι, 13, 542; ἐπί τι, Hes. O. 848; ἀντίον τινός, 596; τρέπειν τινὰ εἰς εὐνήν, Einen zu Bette gehen lasien, Od. 4, 294; πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα, 9, 315, er trieb sie; – pass. sich wenden; ἐπὶ ἔργα, sich zum Geschäft wenden, an die Arbeit gehen, U. 3, 422. 23, 53; vgl. Hes. O. 318; εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od. 1, 422. 18, 304; πρὸς εὐφροσύνην τρέψαι, Pind. I. 3, 10; πρὸς ἁσυχίαν τετραμμένος, Ol. 4, 16; ἐς γέλωτα, Her. 7, 105; πρὸς ἀλκήν, 3, 78. 4, 125 u. sonst; ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, gegen die Sonne gewandt, Hes. O. 729; ἔξω τοῦ ἄστεος τετραμμένος, Her. 2, 181; τραφϑέντες ἐς τὸ πεδίον, 9, 56; τράπωνται τὴν ἄνω ὁδόν, sie schlagen den Weg ein, 5, 15, wie ὁποτέρην βούλεαι τραπέσϑαι, 1, 11; vgl. Plat. Soph. 242 b; und geistig, πρὸς τὰ Ἑλληνικὰ μᾶλλον τετραμμένος ἦν, Her. 4, 78; – αἰχμὴ ἐτράπετο, die Lanzenspitze wandte sich, bog sich um, Il. 11, 237; – Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχϑροὺς βέλος, Aesch. Spt. 237; – τους δ' ἄνω τρέπων ἔσφαζε, Soph. Ai. 291; οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ τἄπορον τρέπειν ἐπος, Phil. 885; ἐπ' ἐχϑροῖς χεῖρα φοινἰαν τρέπειν, Ai. 759; μόλις ἔτρεψεν εἰς φυγὴν πόδα, Eur. Suppl. 718; μὴ ἐνταῦϑα τρέψῃς σὴν φρένα, I. T. 1322; τρέπειν τὰ ἐξημαρτημένα ἐπὶ τὸ βέλτιον, Ar. Nuhb. 580; ἐς γέλων τὸ πρᾶγμα τρέπειν, Vesp. 1261; vgl. Thuc. 6, 35; ποῖ τέτροφας τὰς ἐμβάδας, Ar. Nubb. 848; τὸ πρὸς Νότον τετραμμένον, Thuc. 2, 15; ἐκεῖσε τὰς ἡδονὰς καὶ ἐπιϑυμίας τῶν παίδων, Plat. Legg. I, 643 c, u. oft (s. auch unten); τὸν ἄνϑρωπον ὡρμηκότα φίλον εἶναι εἰς ἀϑυμίαν τρέψομεν, Dem. 23, 194. – Bes. 2) in die Flucht wenden, schlagen; Il. 15, 261; Her. 1, 63. 4, 128; vollständig, τρέπειν φύγαδε, Il. 8, 157; auch intr., φύγαδ' ἔτραπε, 16, 657; τρέψαντες ἀπέκτειναν ὑπὲρ χιλίους, Thuc. 4, 25, u. oft. Später gew. τρέπειν ἐς φυγήν, u. pass. τραπῆναι φογῇ, ἐς φυγήν, in die Flucht geschlagen werden; τρεφϑείς Xen. Cyn. 12, 5; Pol. oft u. a. Sp.; mad. τραπέσϑαι, sich zur Flucht wenden, fliehen, Her. 1, 80. 5, 64, ἐς φυγήν, 8, 91; τετραμμένον παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936; τραπέντα ναύφρακτον ὅμιλον ἐρεῖς; Pers. 986; ἐτράποντο οἱ πολέμιοι, Thuc. 4, 44. Aber der aor. I. med. wird in akt, Bdtg gebraucht, τρέψασϑαι, Einen von sich abwenden u. in die Flucht schlagen, Ar. Equ. 275; Xen. An. 5, 4, 16. 6, 1, 13 u. öfter, wie Pol. 1, 17, 10 u. sonst. – Umstürzen, εὐτοχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301 u. A.; – abwenden, abhalten, τῇ γὰρ Ἀϑηναίη νόον ἔτραπεν, Od. 19, 479; Il. 8, 451; ἀπό τινος, 22, 16; ἑκάς τινος, Od. 17, 73; verhindern, verhüten, Il. 4, 381. 5, 187; Hes. Sc. 456; u. übh. anders wenden, ändern, verändern, ἔτραπεν κεῖνον χρυσός, Pind. P. 3, 55. – Pass. sich ändern, τρέπεται χρώς, die Farbe wechselt, ändert sich, von Einem, der erblaßt, Il. 13, 279. 284. 17, 733 Od. 21, 412; Hes. O. 418; τρέπεται νόος, φρήν, ϑυμός, der Sinn ändert sich, Od. 3, 147. 7, 263 Il. 10, 45. 17, 546; absolut, τράπομαι, ich ändere meine Meinung, Her. 6, 18; dah. τετραμμένος, ein Umgewandter, der seinen Sinn geändert hat, 9, 34; auch κραδίη τέτραπτο νέεσϑαι, Od. 4, 260; ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπω, Ar. Vesp. 986; vgl. τὴν διάνοιαν ἄλλοσε τρέπειν, Plat. Rep. III, 393 a; ἐνταῦϑα τὸν νοῦν τρέποντες, Mener. 248 c; γνώμας, Xen. An. 3, 1, 41, u. Folgde; οἰνος τρέπεται, der Wein schlägt um, S. Emp. pyrrh. 1, 41. – Uebertr. im med. sich auf Etwas hinrichten, ὥςτ' ἀμήχανον ὅποι τράποιντο, Aesch. Pers. 451; Ag. 1514; ὅταν τις εἰς τὸ μαίνεσϑαι τραπῇ, Soph. O. C. 1537; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης, Ai. 730; ποῖ τράπωμαι, Rur. Hec. 1099 und oft; οἷ πρῶτά με ἐδει τραπέσϑαι, Ar. Ran. 37; bes. seine Aufmerksamkeit auf Etwas hinrichten, worauf merken, sich womit beschäftigen, μὴ 'πὶ φροντίδας τρέποο, Eur. I. A. 646; πρὸς χεροὺς τραπώμεϑα, Herc. F. 751; πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1, 5; πρὸς πόλεμον, 5, 114; ἐφ' ἁρπαγήν, 4, 104; πρὸς ϑεραπείαν τῶν φοομένων ἅπασαι τετράφαται, Plat. Rep. VII, 533 b; ἐπὶ γεωργίας τρέπονται, Legg. III, 680 e; πρὸς τὸ δεῖπνον, Conv. 175 e. Auch in der Bdtg des act., ἐπὶ τὸ ἐπαινεῖν αὐτὼ ἐτραπόμην, Plat. Euthyd. 303 c; τρέψεται τὸν λόγον ἐπ' ἐκεῖνον, Is. 5, 3; ἐφ' ὰρπαγήν, Xen. An. 7, 1, 18; ἐπὶ ῥᾳϑομίαν, 2, 6, 5; ἐπἱ ἓν ἔργον, Cyr. 2, 1, 21; Folgde; πρὸς ὕβριν τραπόμενοι, Luc. D. D. 18, 2.
-
4 τρεπω
ион. τράπω (aor. 1 ἔτρεψα, aor. 2 ἔτρᾰπον, pf. τέτροφα - поздн. τέτρᾰφα; pass.: fut. τρᾰπήσομαι, aor. 1 ἐτρέφθην - ион. ἐτράφθην, aor. 2 ἐτράπην с ᾰ, pf. τέτραμμαι)1) поворачивать, обращать, направлять(φύσας ἐς πῦρ, κεφαλέν πρὸς ἠέλιον Hom.; βέλος εἴς τινα Aesch.)
τὰς λόγχας κάτω τρέψαντες Her. — повернув(шие) копья вниз;μῆλα πρὸς ὄρος τ. Hom. — гнать стада в горы;τ. ἀντίον τινος πρόσωπον Hes. — обращаться лицом к чему-л.;τ. τινὰ εἰς ἀθυμίαν Dem. — повергать кого-л. в уныние;τ. αἰτίαν εἴς τινα Isae. — взваливать вину на кого-л.;οὐκ οἶδ΄ ὅποι χρέ τἄπορον τ. ἔπος Soph. — не знаю, куда обратить смущенное слово, т.е. не знаю, что и сказать;τραφθῆναι ἀν΄ Ἑλλάδα Hom. — направиться в Элладу;ποῖ τρέψομαι ; Eur. — куда мне деваться?;ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται (ὅ ἥλιος) Xen. — когда солнце повернулось на зиму;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Her. — повернув на равнину2) тж. med. обращать в бегство(ἥρωας Ἀχαιούς Hom.; τὸ τοῦ Ἀριστέως κέρας Thuc.)
ἐκδραμόντες τρέπονται αὐτούς Xen. — сделав вылазку, они обратили их в бегство3) med. обращаться в бегство Thuc., Xen.πεσόντων πολλῶν ἐτράποντο οἱ Λυδοί Her. — когда многие пали (в бою), лидяне обратились в бегство
4) отвращать, отвлекать, отклонять(ἀπὸ τείχεος, sc. τινά Hom.)
οὐκ ἄν με τρέψειαν Hom. — не отклонить им меня (от моего намерения)5) (из)менять(χρώματα Plut.)
τοῦ ἀγαθοῦ οὐ τρέπεται χρώς Hom. — мужественный человек не меняется в лице;οἶνος τρεπόμενος Sext. — киснущее вино;ἐς γέλων τὸ πρᾶγμ΄ ἔτρεψας Arph. — обратив дело в шутку;τρέψαι φρένας Hom. или τὰς γνώμας τινός Xen. — изменить чьи-л. намерения, отговорить кого-л. от его планов;τὸ πλῆθος ἑώρων τετραμμένον Thuc. — видя, что настроение народа переменилось6) med. обращаться, предаваться, приниматься, начинать(ἐπὴ γεωργίας τραπέσθαι Plat.)
εἰς ὀρχηστὺν τρεψάμενοι Hom. — начав пляску;τραπέσθαι πρὸς λῃστείαν Thuc. — заняться грабежом; -
5 προς-επι-τρέπω
προς-επι-τρέπω (s. τρέπω), noch dazu anvertrauen, überlassen, D. Cass. 38, 8.
-
6 τρέπω
τρέπω (aor. 1, ἔτρεψεν; τρέψαις, -αντες; τρέψαι: aor. 2, (ἔ) τραπε(ν); τράποι: aor. med. 2, τράποιο: pass. pf. τέτραπται; τετραμμένον.)1 turna turn back, put to flightὅτ' ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις ἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν O. 9.72
τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
b turn, met. τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. so as to conceal what is bad P. 3.83c turn, guide, lead c. πρὸς, ἐς; inf., met.σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.55
“ καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” P. 9.43ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
also med., ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Sylburg: τρόποιο codd. Dion. Hal.) Pae. 9.9d pass., turn one's steps to, met.νιν αἰνέω πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
εἰ δὲ τέτραπται (sc. Αἴγινα)θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
e in tmesis παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεὸς (v. παρατρέπω) I. 8.10 -
7 προς-ανα-τρέπω
προς-ανα-τρέπω, noch dazu umkehren, umstürzen, LXX.
-
8 τρέπω
τρέπω, fut. τρέψω, aor. ἔτρεψα, τρέψα, aor. 2 ἔτραπον, τράπον, mid. aor. 1 part. τρεψάμενος, aor. 2 (ἐ) τραπόμην, pass. perf. τέτραμμαι, imp. τετράφθω, part. τετραμμένος, plup. 3 pl. τετράφαθ, aor. inf. τραφθῆναι: turn, so as to alter the direction more or less.—I. act., turn, direct; τὶ ἔς τι, πρός, παρά, κατά, ἀνά τι, etc., pass., Il. 14.403; of guiding or leading one to a place, Od. 4.294, Od. 9.315; turning missiles aside, horses to flight, Il. 5.187, Il. 8.157, and without ἵππους, Il. 16.657; esp., of turning, ‘routing’ an enemy, Il. 15.261; metaph., νόον, θῦμόν, Il. 5.676.—With πάλιν, turn about or around, ὄσσε, ‘avert’ the eyes, Il. 13.3 ; ἵππους, Il. 8.432; met., φρένας τινός, Il. 6.61.—II. mid., intrans., turn oneself, with direction specified by preposition or adv., as above; metaph., τραπέσθαι ἐπὶ ἔργα, Γ , Od. 1.422; of motion to and fro (versari), τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα, ‘wander up and down’ through Hellas, Od. 15.80; met., change, τρέπεται χρώς, Il. 13.279; τράπετο νοός, φρήν, κραδίη τέτραπτο, Il. 17.546, Κ , Od. 4.260.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρέπω
-
9 τρέπω
τρέπω, drehen; (1) wenden, kehren, übh. eine gewisse Richtung geben; πάλιν τρέπε μώνυχας ἵππους, er lenkte sie zurück; τρέπειν τινὰ εἰς εὐνήν, einen zu Bette gehen lassen; πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα, er trieb sie; pass. sich wenden; ἐπὶ ἔργα, sich zum Geschäft wenden, an die Arbeit gehen; ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, gegen die Sonne gewandt; τράπωνται τὴν ἄνω ὁδόν, sie schlagen den Weg ein; αἰχμὴ ἐτράπετο, die Lanzenspitze wandte sich, bog sich um. Bes. (2) in die Flucht wenden, schlagen; pass. τραπῆναι φογῇ, ἐς φυγήν, in die Flucht geschlagen werden; τραπέσϑαι, sich zur Flucht wenden, fliehen; τρέψασϑαι, einen von sich abwenden u. in die Flucht schlagen. Umstürzen, abwenden, abhalten; verhindern, verhüten; übh. anders wenden, ändern, verändern. Pass. sich ändern; τρέπεται χρώς, die Farbe wechselt, ändert sich, von einem, der erblaßt; τρέπεται νόος, φρήν, ϑυμός, der Sinn ändert sich; absolut, τράπομαι, ich ändere meine Meinung; dah. τετραμμένος, ein Umgewandter, der seinen Sinn geändert hat. Übertr. sich auf etwas hinrichten; bes. seine Aufmerksamkeit auf etwas hinrichten, worauf merken, sich womit beschäftigen -
10 τρέπω
+ V 2-0-0-0-15=17 Ex 17,13; Nm 14,45; Jdt 15,3; 2 Mc 3,24; 4,37A: to turn, to charge, to shift [τι] 4 Mc 7,3M: to turn to, to turn in the direction of [πρός τι] 3 Mc 5,3; to turn to [εἴς τι] 4 Mc 1,12; to rout, to put to flight [τινα] Ex 17,13P: to be turned to [εἴς τινα] Sir 37,2; id. [εἴς τι] Sir 39,27; id. [ἐπί τι] 2 Mc 9,2; to be moved to [ἐπί τι] 2 Mc 4,37; to be turned into, to be changed in [εἴς τι] 2 Mc 8,5ἐτράπησαν εἰς φυγήν they fled away Jdt 15,3 Cf. DORIVAL 1994, 68; LE BOULLUEC 1989, 191(→ἀνατρέπω, ἀποτρέπω, διατρέπω, ἐκτρέπω, ἐντρέπω, ἐπιτρέπω, μετατρέπω, περιτρέπω, προσανατρέπω,,) -
11 ἐκ-τρέπω
ἐκ-τρέπω, abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; ϑύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάϑηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; πόϑεν δεῠρο ἐξετραπόμεϑα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῠ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν πρόσϑεν λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden.
-
12 προ-τρέπω
προ-τρέπω, vorwärts wenden, hinwenden, hinkehren; τίς σ' ἀνάγκῃ τῇδε προτρέπει; wer bringt dich in diesen Zwang? Soph. El. 1184, vgl. ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῠσαι φόβῳ προὔτρεψεν, Ant. 270. – Gew. im med. sich vorwärts-, hinwenden, hingehen, προτρέπ οντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, Il. 5, 700, ὅτ' ἂν (ἠέλιος) ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόϑεν προτράπηται, Od. 11, 18. 12, 381, u. übtr., ἔϑελον δ' ἄχεϊ προτραπέσϑαι, Il. 6, 336, sich zur Trauer hinwenden, sich der Trauer überlassen; auch wie das act., προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε, Aesch. Prom. 992; u. Soph., σὺ γάρ μ' ἄκοντα προὐτρέψω λέγειν, du fordertest mich auf, vermochtest mich zu sprechen, O. R. 358; vgl. σοί γ' ἐπισκήπτω τε καὶ προτρέψομαι, 1446, wo es der Schol. durch αἰτήσομαι erklärt. – Jemanden wozu anregen, ermuntern, ihn aufmerksam od. neugierig auf Etwas machen, τινά τι, z. B. τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, Her. 1, 31; vgl. τὸν ταῠϑ' ἡμᾶς προτρέποντα, Plat. Crit. 408 e; εἰς φιλοσοφίαν, Euthyd. 274 e Prot. 348 c; τὸ μειράκιον ἐπὶ φιλοσοφίαν προτρέπω, Euthyd. 307 a, u. öfter; auch c. inf., ὁ καλῶς προτρέπων ἐρᾶν, Conv. 181 a, wie προτρέπειν τὰ δέοντα ποιεῖν ὑμᾶς, Dem. 2, 3; τοὺς δικαστὰς ὀργίζεσϑαι, Aeschin. 2, 3, u. med., προτρέψασϑε τὰ τῶν νέων ζηλώματα εἰς ἀρετήν, 1, 191; προτρέπονται αὐτοὺς ζῆν, Arist. eth. 10, 1, 4; πρὸς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα προτρέπεσϑαι τοὺς πολίτας, Plat. Legg. IV, 711 b; u. Sp., wie Pol. 2, 22, 2 u. öfter; προτραπεὶς ἔγνων, Luc. Icarom. 29.
-
13 προ-απο-τρέπω
προ-απο-τρέπω, vorher- ab- od. wegwenden, med. sich vorher abwenden, umkehren, προαπετράποντο διώκοντες Xen. An. 6, 3, 31; πρός τινα, D. Cass. 47, 36.
-
14 ἀπο-τρέπω
ἀπο-τρέπω, abwenden, von Hom. an überall; λαόν Il. 11, 758, machen, daß das Volk umkehrt; τινά τινος, von etwas abwenden, abhalten, 12, 249; τὰ ἐπιόντα Her. 8, 29 u. öfter; ein Unglück abwenden, verhüten, συμφοράν, βλάβην, ἀλαζόνας Plat. Phaedr. 231 d Gorg. 509 b Charm. 173 c; καὶ οὐκ ἐᾷ πράττειν Theag. 128 d; τινός Apol. 31 b; τῆς κακουργίας Thuc. 6, 38; τῶν ἁμαρτημάτων Isocr. 4, 130; τῆς ἀλαζονείας Xen. Mem. 1, 7, 1; τῶν χειρίστων Pol. 11, 10, 1; abwehren, Ggstz προτρέπω, Arist. rhet. 1, 3; ἀπ' ὠφελίμων ibd.; c. inf., τὸ μὴ πορεύεσϑαι Her. 1, 105; ἀποτρέψαι τἀληϑὲς δηλοῠν Dem. 60, 26. – Med. von sich abwenden, zurückschlagen, Plut. Brut. 42. – Pass. mit aor. II. med., sich abwenden, bes. umkehren, zurückweichen, οὐδὲ ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίϑησεν Iliad. 12, 329; ὅϑεν αὖτις ἀπετράπετο 10, 200; Thuc. 6, 65; Xen. Cyr. 8, 6, 16 Hell. 6, 5, 23; ἐκ τῶν κινδύνων Thuc. 2, 40; vgl. 3, 68; πρὸς ϑυσίαν Plut. Rom. 7; οὐκ ἀποτρέψομαι λέγειν τι, ich werde mich nicht abhalten lassen, Dem. prooem. 23; vgl. Eur. Or. 410; τί, etwas verabscheuen, Aesch. Spt. 1032 Eur. I. A. 336.
-
15 προςτρέπω
προς-τρέπω, zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προςτραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben; sich wohin wenden; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als ἱκέτης, an eine Gottheit wenden, anflehen; act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προςτραπών, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet -
16 προσεπικατέστρεψαν
πρός, ἐπί, κατά, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd pl (homeric ionic)πρός, ἐπί-καταστρέφωturn down: aor ind act 3rd pl -
17 προσεπικατέστρεψεν
πρός, ἐπί, κατά, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρός, ἐπί-καταστρέφωturn down: aor ind act 3rd sg -
18 προσαπέστρεψεν
πρός, ἀπό, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀποστρέφωturn back: aor ind act 3rd sg -
19 προσκατεστρέψατο
πρός, κατά, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-καταστρέφωturn down: aor ind mid 3rd sg -
20 προςανατρέπω
προς-ανα-τρέπω, noch dazu umkehren, umstürzen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρέπω — έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος 1. κάνω κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση: Έτρεψε την πορεία του δυτικότερα. 2. μετατρέπω, αλλάζω: Τρέπω τον ακέραιο σε κλάσμα. 3. το μέσ., τρέπομαι κατευθύνομαι: Η επιδημία τρέπεται προς την Ασία. 4. μεταβάλλομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεπικατέστρεψαν — πρός , ἐπί , κατά , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πρός , ἐπί καταστρέφω turn down aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικατέστρεψεν — πρός , ἐπί , κατά , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρός , ἐπί καταστρέφω turn down aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπέστρεψεν — πρός , ἀπό , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ ἀποστρέφω turn back aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεστρέψατο — πρός , κατά , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πρόσ καταστρέφω turn down aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… … Dictionary of Greek
προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… … Dictionary of Greek