-
1 отекать
πρήζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отекать
-
2 распухать
πρήζομαι, φουσκώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распухать
-
3 опухать
-
4 распухать
-
5 пучишь
-чу, -чишьρ.δ.μ.1. φουσκώνω, πρήζομαι• διογκώνομαι•живот -ит η κοιλιά φουσκώνει.
2. (απλ.) γουρλώνω•пучишь глаза γουρλώνω τα μάτια.
φουσκώνω, πρήζομαι• διογκώνομαι•тесто -лось το ζυμάρι φούσκωσε.
|| γουρλώνω (αμ.)• глаза у него -лись τα μάτια του γούρλωσαν. -
6 раздуть
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, -оρ.σ.μ.1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας•раздуть пепель φυσώ τη στάχτη.
|| σκορπώ, διώχνω•ветер -ул тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.
2. φυσώ για να ανάψει•раздуть огонь φυσώ τη φωτιά.
3. φουσκώνω• γεμίζω με αέρα•раздуть пузырь κάνω φούσκα•
ветер -ул паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.
4. (απρόσ.) πρήζομαι•живот -ло η κοιλιά φούσκωσε.
5. μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω• τα παραλέγω.1. φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα.2. μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι. -
7 затекать
1. (о жидкости) εισρέω 2. (неметь) μουδιάζω 3. (опухать, отекать) πρήζομαι, φουσκώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затекать
-
8 набухание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набухание
-
9 опухать
πρήζω, πρήζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опухать
-
10 бухнуть
бухнуть Iсов см. бу́хать.бу́хнуть IIнесов (разбухать) ἐξ^. κώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι. -
11 вздуваться
вздувать||сянесов1. (вспухать) πρήζομαι, φουσκώνω·2. (о реке) φουσκώνω, πλημμυρίζω, ξεχειλώ·3. (о ценах) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω. -
12 вспухать
вспухатьнесов, вспухнуть сов πρήζομαι, ἐξογκώνομαι, φουσκώνω. -
13 затекать
затека||тьнесов1. (о жидкости) τρέχω, μπαίνω, πλημμυρίζω·2. (заплывать, распухать) πρήζομαι·3. (неметь) μουδιάζω:у него йога \затекатьет μουδιάζει τό πόδι του. -
14 набухать
набуха||тьнесов πρήζομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω:по́чки \набухатьют на деревьях τά δέντρα μπουμπουκιάζουν. -
15 напухать
напухатьнесов, напухнуть сов πρήζομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω, ἐξογκοῦμαι. -
16 оплывать
оплывать Iнесов (вокруг чего-л.) περιπλέω, διαπλέω.оплывать IIнесов1. (о свече) χύνομαι·2. (ожиреть) πρήζομαι, παχαίνω. -
17 опухать
опухатьнесов, опухнуть сов πρήζομαι, πρήσκομαι, ἐξογκοῦμαι. -
18 отекать
отекатьнесов πρήζομαι, ἐξοδένομαι. -
19 припухать
припухатьнесов πρήζομαι, φουσκώνω, πρήσκομαι. -
20 пухнуть
пу́хн||утьнесов πρήζομαι, φουσκώνω.· ◊ у меня голова \пухнутьет разг πάει νά σπάσει τό κεφάλι μου.
См. также в других словарях:
πρήζομαι — πρήζομαι, πρήστηκα, πρησμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… … Dictionary of Greek
επανοιδέω — ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α) (με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek
αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
εξοιδαίνω — ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)] … Dictionary of Greek
εξοιδώ — ἐξοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
επανοιδώ — ἐπανοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
εποιδώ — ἐποιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, εξογκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
κατοιδώ — κατοιδῶ, έω (Α) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰδῶ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek