Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πρήζομαι

  • 1 πρήζω

    (αόρ. έπρησα и έπρηξα, παθ. αόρ. πρήστηκα) μετ. раздувать, вздувать (что-л.); вызывать опухоль, вздутие (чего-л.);

    πρήζομαι

    1) — раздуваться, вздуваться, вспухать, опухать, распухать;

    2) надуваться;

    η κοιλιά του πρήζεται — у него пучит живот;

    § μου 'πρήξε το συκώτι или μ' έπρηξε он меня замучил; он у меня в печёнках сидит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρήζω

См. также в других словарях:

  • πρήζομαι — πρήζομαι, πρήστηκα, πρησμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • επανοιδέω — ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α) (με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… …   Dictionary of Greek

  • αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εξοιδαίνω — ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • εξοιδώ — ἐξοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδώ «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • επανοιδώ — ἐπανοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδώ «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εποιδώ — ἐποιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, εξογκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδώ «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατοιδώ — κατοιδῶ, έω (Α) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰδῶ «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»