-
21 пучить
пу́ч||итьнесов бегл. разг πρήζομαι, φουσκώνω:у него́ \пучитьит живо́т ἡ κοιλιά του πρήζεται. -
22 разбухать
разбухатьнесов, разбухнуть сов1. πρήζομαι, ἐξογκώνομαι·2. черен. φουσκώνω (άμετ.), αὐξάνομαι ὑπερβολικά:книга разбу́хла τό βιβλίο φούσκωσε· штаты разбу́хли τό προσωπικό αὐξήθηκε ὑπερβολικά. -
23 раздуваться
раздув||аться1. φουσκώνω (άμετ.)·2. (распухать) πρήζομαι, πρήσκομαι. -
24 распухать
распухатьнесов, распухнуть сов πρήζομαι, φουσκώνω. -
25 напухать
[ναπουχάτ*] ρ. πρήζομαι -
26 опухать
[απουχάτ'] ρ. πρήζομαι -
27 припухать
[πριπουχάτ'] ρ. πρήζομαι, φουσκώνω -
28 пухнуть
[πούχνουτ"] ρ. πρήζομαι, φουσκώνω -
29 распухать
[ρασπουχάτ'] ρ. πρήζομαι -
30 напухать
[ναπουχάτ'] ρ πρήζομαι -
31 опухать
[απουχάτ'] ρ πρήζομαι -
32 припухать
[πριπουχάτ'] ρ πρήζομαι, φουσκώνω -
33 пухнуть
[πούχνουτ"] ρ πρήζομαι, φουσκώνω -
34 распухать
[ρασπουχάτ'] ρ πρήζομαι -
35 вздуть
вздуть 1-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•вздуть цены υψώνω τις τιμές.
4. φυσώ ν’ ανάψει•-огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.
1. φουσκώνω, διογκούμαι•на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•
река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.
2. πρήζομαι•щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.
3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.
вздуть 2–ую, -уешь ρ.σ.μ.(απλ.) χτυπώ, δέρνω•его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.
-
36 вспухнуть
-ет, παρλθ. χρ. вспух, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. вспухший, κ. вспухнувший, ρ.σ. πρήζομαι, φουσκώνω•-ла нога πρήστηκε το πόδι•
ушибленное место -ло το τσιμπιμένο μέρος φούσκωσε.
-
37 запухнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. запух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. запухшийρ.σ.πρήζομαι• φουσκώνω•глаза -хли τα μάτια πρήστηκαν.
-
38 затечь
-ечет, -екут, παρλθ. χρ. затек-екла-ό, μτχ. παρλθ. χρ. затекшийρ.σ.1. (για υγρά) εισρέω.2. πρήζομαι, φουσκώνω•затек глаз πρήστηκε το μάτι.
3. μουδιάζω. -
39 набрякнуть
-нет, παρλθ. χρ. набряк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. набрякшийρ.σ. (απλ.) διογκώνομαι, εξογκώνομαι, φουσκώνω πρήζομαι. -
40 набухнуть
-нет, παρλθ. χρ. набух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. набухшийρ.σ. διογκώνομαι, διαστέλλομαι, φουσκώνω (από υγρασία)-πρήζομαι γεμίζω•дверь от сырости -хла η πόρτα από την υγρασία φούσκωσε•
овраги -ли водой οι χαράδρες γέμισαν νερό•
на деревьях -ли почки τα δέντρα μπουμπούκιασαν•
-хщие глаза πρησμένα μάτια (από αϋπνία).
См. также в других словарях:
πρήζομαι — πρήζομαι, πρήστηκα, πρησμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… … Dictionary of Greek
επανοιδέω — ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α) (με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek
αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
εξοιδαίνω — ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)] … Dictionary of Greek
εξοιδώ — ἐξοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
επανοιδώ — ἐπανοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
εποιδώ — ἐποιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, εξογκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
κατοιδώ — κατοιδῶ, έω (Α) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰδῶ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek