-
1 πρέσβιστος
πρέσβιστος, superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
-
2 πρεσβιστος
HH., Aesch., Soph., Plat. superl. к πρέσβυς См. πρεσβυς I -
3 πρέσβιστος
πρέσβιστοςeldest: masc nom sg -
4 πρέσβιστος,
πρέσβιστος, u. πρεσβίστατος, der geehrteste -
5 πρέσβιστος
A eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th. 390, S.Frr.582, 605;πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2
;ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b
; : irreg. form [full] πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβιστος
-
6 πρέσβιστον
πρέσβιστοςeldest: masc acc sgπρέσβιστοςeldest: neut nom /voc /acc sg -
7 πρεσβίστη
πρέσβιστοςeldest: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 πρεσβίστην
πρέσβιστοςeldest: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 πρέσβιστα
πρέσβιστοςeldest: neut nom /voc /acc pl -
10 πρεσβίστατος
πρέσβιστος, u. πρεσβίστατος, der geehrteste -
11 πρέσβισθ'
πρέσβιστα, πρέσβιστοςeldest: neut nom /voc /acc plπρέσβιστε, πρέσβιστοςeldest: masc voc sgπρέσβισται, πρέσβιστοςeldest: fem nom /voc pl -
12 πρεσβίστα
πρεσβίστᾱ, πρέσβιστοςeldest: fem nom /voc /acc dualπρεσβίστᾱ, πρέσβιστοςeldest: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 πρεσβίστας
πρεσβίστᾱς, πρέσβιστοςeldest: fem acc plπρεσβίστᾱς, πρέσβιστοςeldest: fem gen sg (doric aeolic) -
14 πρέσβυς
A , Ar.Th. 146:— old man (poet. for prose πρεσβύτης), in this sense only used in nom., acc., and voc.,ὁ π. Πόλυβος S.OT 941
;Φοῖνιξ ὁ π. Id.Ph. 562
;δριμὺς π. Ar.Av. 255
(lyr.);πατέρά πρές βυν S.Ph. 665
; , 1121;ὦ πρέσβυ E.
l. c., Ar. l. c.;ὁ π.
the elder,A.
Ag. 184 (lyr.), 205 (lyr.), 530; cf. πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις: pl. πρέσβεις, elders, three times in Trag., always voc. (v. infr. 111), A. Pers. 840, S.OT 1111, E.HF 247; for πρεσβῆ, πρεσβῆες, πρισγεῖες, v. πρεσβεύς: [comp] Comp. and [comp] Sup. are the only forms found in Hom., [comp] Comp. πρεσβύτερος, α, ον (lateπρεσβυτερωτέρα PLond.2.177.15
(i A. D.)), elder, Il.11.787, 15.204, Hdt.2.2, etc.; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ by more than a year, Ar.Ra.18; πρεσβυτέρα ἀριθμοῦ older than the fit number, Pi. Fr. 127; βουλαὶ πρεσβύτεραι thy counsels wise beyond thy years, Id.P.2.65;γνώμη π. τῆς ἡλικίας D.H.5.30
;οἱ σοφοὶ καὶ π. Arist.EE 1215a23
; of animals, Id.HA 546a7;ἵππος π. ἤδη ὤν
rather old,PCair.Zen.
225.8 (iii B. C.); alsoδένδρα π. Thphr.CP1.13.8
; ἐπὶ τὸ π. ἰέναι become older, Pl.Lg. 631e;ἵνα μὴ π. ὢν ῥέμβωμαι
in my old age, PCair. Zen.447.9
(iii B. C.): [comp] Sup. πρεσβύτατος, η, ον, eldest, Il.4.59, 11.740, Hes.Th. 234, etc.;π. γενεῇ Il.6.24
; as a term of respect,ἐγὼ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ π. Plu.Nic.15
; of animals, Arist.HA 546a4, al.: for the poet. forms πρέσβιστος, πρεσβίστατος, v. πρέσβιστος, and cf. πρεῖγυς.2 [comp] Comp. and [comp] Sup., of things, more or most important, taking precedence, esp. πρεσβύτερόν τι (or οὐδὲν) ἔχειν deem higher, more important, ; (lyr.);ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ.. Pl.Smp. 218d
;πρεσβύτατον κρἰναί τι Th. 4.61
; merely of magnitude, πρεσβύτερον κακοῦ κακόν one evil greater thananother, S.OT 1365 (lyr.);χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Pl.Lg. 717b
. Adv., , cf. Jul. Or.4.132c.II = πρεσβευτής, ambassador, in nom. sg. only cj. in A. Supp. 727 (v. πρέσβη) and in Prov. ap. Sch.Il.4.394 (v. πρέσβις (A)); gen.πρέσβεως Ar.Ach.93
(at end of line);πρέσβεος Choerob. in Theod. 1.233
: dual πρέσβει (written πρεσβε) IG12(1).977.45,57 (Carpathos, iv B. C.): pl. πρέσβεις, [dialect] Dor. un[var] contr. πρέσβεες ib.14.952.11 (Acragas, iii B. C.) (at first more freq. than πρεσβευταί (q. v.)), Ar.Ach.61, IG12.52.1, 22.1.20, al., D.19.183; acc.πρέσβεις IG12.46.24
, Foed. ap. Th.4.118, X.HG4.8.13; gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, Ar.Ach.76,62, IG22.1.7.III at Sparta a political title, president, τῶν ἐφόρων ib.5(1).51.6, 552.11; νομοφυλάκων ib.555b19; βιδέων ib.556.6; συναρχίας ib.504.16; τῆς φυλῆς ib.564.3; [ σφαιρέων] ib.675.5; gen. sg. πρέσβεως ib. 504.16, al.2 [comp] Comp. πρεσβύτερος, elder, alderman, (ii A. D., pl.), cf. POxy.2121.4 (iii A. D.), etc.;ἐκρίθημεν ἐπί τε Νουμηνίου καὶ ἐπὶ τῶν π. PCair.Zen.520.4
(iii B. C.), cf. UPZ124.22, 36 (ii B. C.); τοῖς ἱερεῦσι καὶ ( both)τοῖς π. καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσι OGI194.3
(Egypt, i B. C.); οἱ π. τῶν ὀλυροκόπων ib.729 (Alexandria, iii B. C.);π. τῶν γεωργῶν PTeb.13.5
(ii B. C.);π. γέρδιοι IGRom.1.1122
(Theadelphia, ii A. D.); τέκτονες π. ib.1155 (Ptolemaïs Hermiu, i A. D.): elder of the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.16.21, etc.; later, elder of the Christian Church, presbyter, Act.Ap.11.30, 20.17, 1 Ep.Ti.5.19, POxy.1162.1 (iv A. D.), etc.; of the Apostles, 2 Ep.Jo.1.1, 3 Ep.Jo.1.1.IV wren, Arist.HA 609a17, 615a19, Hsch.; cf. σπέργυς. (-βυ-, Cret. - γυ- (in πρεῖγυς), cogn. with Skt. -gu in vanar-gú- 'one who lives or moves in the forest', Lith. žmogùs 'man' (lit. 'one who moves on the ground'); πρες- cogn. with Lat.prae, pris-tinus; the oldest sense of π. is 'going in front, taking precedence'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβυς
-
15 πρείγιστος
πρείγιστος, kretisch statt πρέσβιστος, vgl. Valck. Adoniazus. p. 319 Phoen. p. 18.
-
16 πρέσβυς
πρέσβυς, ὁ, gen. υος u. εως, 1) alt, der Alte; vom sing. in dieser Bdtg nur nom., acc. u. voc. πρέσβυν u. πρέσβυ gebräuchlich (vgl. πρέσβα u. πρέσβειρα, wonach die Ableitung Döderlein's von πρέπω, der sich durch seine Würde auszeichnet, in die Augen fallend, ehrwürdig, viel für sich hat); ἐν βουλαῖς πρέσβυς, Pind. P. 4, 282; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν, Aesch. Ag. 177; ἄναξ, 198. 516; Soph. Phil. 558. 661 u. öfter im nom., acc. u. voc., wie bei Eur. u. a. D. – Nach Arist. H. A. 9, 11 hieß so auch der Zaunkönig. – Häufiger im compar. u. superl., πρεσβύτερος, der ältere, πρεσβύτατος, der älteste; γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι, Il. 11, 787, vgl. 15, 204; πρεσβύτατος γενεῇ, der Aelteste von Geburt, 6, 24; καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος, 4, 59, wie πρεσβύτατον ἔτεκεν Pind. Ol. 7, 74; πρεσβύτερος ἐνιαυτῷ, Ar. Ran. 18, u. so in Prosa nicht selten: ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, Plat. Prot. 320 c; πρεσβυτέρους τοὺς ἄρ χοντας δεῖ εἶναι, Rep. III, 412 c, u. sonst, τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν ἐκγόνων, Critia. 114 d, Xen. πρεσβύτεροι im Ggstz von παῖδες, Cyr. 1, 2, 2; Folgde überall; ὑπεξαναστῆναι πρεσβυτέρῳ, Plut. Lyc. 20. (Die Formen πρέσβιστος u. πρεσβίστατος s. oben besonders.) – Auch im plur. οἱ πρέσβεις, dat. πρέσβεσιν, die Alten, gew. mit dem Nebenbegriffe die Geehrten, Angesehenen; Aesch. Pers. 826; bei Hes. Sc. 245 πρέσβηες (s. ob. πρεσβεύς). – In der Bdtg geehrt, ehrwürdig compar. u. superlat. auch in Prosa; vgl. nihil antiquius habere, τὰ τοῠ ϑεοῠ πρεσβύτερα ποιεῖσϑαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, das die Gottheit Betreffende höher in Ehren halten, Her. 5, 63; πρεσβύτερον κακὸν κακοῠ, was größer, gewichtiger ist, Soph. O. R. 1364; πρεσβύτατον τοῦτο κρίνας, Thuc. 4, 61; ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῠ ὡς ὅτι βέλτιστον ἐμὲ γενέσϑαι, Plat. Conv. 218 d; χρεῶν πάντων πρεσβύτατα, Legg. IV, 717 d; u. adv., πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, Rep. VIII, 548 c, die Gymnastik in höheren Ehren halten als die Musik. – 2) der Gesandte, weil man dazu die Aeltesten und Angesehensten wählte; im sing. nur bei Dichtern, wie Aesch. Suppl. 708, ἴσως γὰρ κήρυξ τις ἢ πρέσβυς μόλοι; vgl. ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔϑ' ὑβρίζεται, Schol. Il. 4, 394; gen. πρέσβεως, Ar. Ach. 93; in Prosa πρεσβευτής. – Im plur. οἱ πρέσβεις, τῶν πρέσβεων, auch in Prosa, Thuc. u. A., wie Plat. Rep. VIII, 560 d; Xen. u. sonst. – 3) In der spartanischen Verfassung hat auch der sing. ὁ πρέσβυς, der Aelteste, eine politische Bedeutung und findet sich auch der gen. πρέσβεως dazu, Inscr. 1463. 1375.
-
17 πρεσβυς
I- εως adj. (только nom., voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν; pl. - только в знач. πρέσβυς 2 - πρέσβεις и эп. πρέσβηες; dual. πρέσβη или πρεσβῆ; compar. πρεσβύτερος, superl. πρεσβύτατος и πρέσβιστος)1) старый(ὅ π. Πόλυβος Soph.; ἄναξ Aesch.; οἱ παῖδες καὴ οἱ πρεσβύτεροι Xen.)
πρεσβύτατος γενεῇ Hom. — старший по рождению;ἐνιαυτῷ πρεσβύτερος Arph. — годом старше;ἐπὴ τὸ πρεσβύτερον ἰέναι Plat. — становиться старше, стареть2) почтенный, уважаемый(βουλαί Pind.)
3) значительный, важныйπρεσβύτερόν τι ποιεῖσθαι ἤ τι Her. — ставить что-л. выше чего-л.;
πρεσβύτατον κρίνειν τι Thuc. — считать что-л. самым главным;πρεσβύτερον κακοῦ κακόν τι Soph. какое-л. — неслыханное несчастьеII1) старейшина, вождь Aesch.2) посол Aesch., Thuc., Xen., Dem., Arph.3) птица королек Arst. -
18 πρεσβίσταν
πρεσβίστᾱν, πρέσβιστοςeldest: fem acc sg (doric aeolic) -
19 πρεσβίστω
-
20 πρεσβίστῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρέσβιστος — eldest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek
πρέσβιστον — πρέσβιστος eldest masc acc sg πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστη — πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστην — πρέσβιστος eldest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστῳ — πρέσβιστος eldest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστα — πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβισθ' — πρέσβιστα , πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl πρέσβιστε , πρέσβιστος eldest masc voc sg πρέσβισται , πρέσβιστος eldest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστα — πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc/acc dual πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστας — πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem acc pl πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήγιστος — και πρίγιστος, η, ον, Α βλ. πρέσβιστος … Dictionary of Greek