-
1 πρεσβευτής
πρεσβευτής, ὁ, im plur. gew. οἱ πρέσβεις (s. unt. πρέσβυς), Gesandter; Thuc. 5, 4. 8, 5; Dem. u. Folgde; doch auch im plur. οἱ πρεσβευταί, Thuc. 8, 77.
-
2 πρεσβευτης
-
3 πρεσβευτής
πρεσβευτήςambassador: masc nom sg -
4 πρεσβευτής
πρεσβευτής, ὁ, Gesandter -
5 πρεσβευτής
πρεσβευτής, οῦ, ὁ (πρεσβεύω; Thu., Pla. et al.; ins, pap) ambassador RBentley’s cj. in place of πρεσβύτης (q.v.) Phlm 9.—DELG s.v. πρέσβυς. -
6 πρεσβευτής
ο посол -
7 πρεσβευτής
-
8 πρεσβευτής
[прэзвэфтис] ουσ α посол, посланник. -
9 πρεσβευτής
A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg. 941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., thanπρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41
, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; π. καὶ ἀντιστράτηγος, = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβευτής
-
10 πρεσβευτής
ambassadeur -
11 πρεσβευτής
1) ambasador (m) rzecz.2) poseł (m) rzecz. -
12 πρεσβευτής
1) posel2) velvyslanec -
13 πρεσβευτής
ambassadorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρεσβευτής
-
14 παρα-πρεσβευτής
παρα-πρεσβευτής, ὁ, der als Gesandter gegen den empfangenen Auftrag handelt, Schol, Ar. Nubb. 691.
-
15 συμ-πρεσβευτής
συμ-πρεσβευτής, ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.
-
16 ψευδο-πρεσβευτής
ψευδο-πρεσβευτής, ὁ, falscher Gesandter, Schol. Soph. Phil. 1306, als Erkl. von ψευδοκήρυξ.
-
17 ἀρχι-πρεσβευτής
ἀρχι-πρεσβευτής, ὁ, erster Gesandter, princeps lega – tionis, D. Sic. 14, 25; Strab.
-
18 ἀντι-πρεσβευτής
ἀντι-πρεσβευτής, ὁ, Stellvertreter eines Gesandten.
-
19 πρεσβευταί
πρεσβευτήςambassador: masc nom /voc pl -
20 πρεσβευτέα
πρεσβευτήςambassador: masc acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβευτής — ambassador masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek
πρεσβευταῖς — πρεσβευτής ambassador masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευταί — πρεσβευτής ambassador masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτοῦ — πρεσβευτής ambassador masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῇ — πρεσβευτής ambassador masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτέα — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτήν — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῶν — πρεσβευτής ambassador masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλοπέους — Επώνυμο δύο Ρώσων διπλωματών. 1. Δαβίδ (1761 – 1831). Ξεκίνησε ως πρεσβευτής στη Σουηδία όπου και συνελήφθη από τον Γουσταύο Δ’ λόγω της ρωσικής εισβολής στη Φιλανδία, την οποία χρησιμοποίησε εκβιαστικά ο Αλέξανδρος Α’ για να τον αναγκάσει να… … Dictionary of Greek