Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νομοφυλάκων

См. также в других словарях:

  • νομοφυλάκων — νομοφύλαξ guardian of the laws masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

  • νομοφυλάκιον — και, κατά το λεξ. Σούδα, νομοφυλακεῑον, τὸ (Α) [νομοφύλαξ] ο τόπος όπου συνεδρίαζαν οι νομοφύλακες, το γραφείο τών νομοφυλάκων …   Dictionary of Greek

  • Πλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας. Διαρκούσε από τις 21 25 του μήνα Θαργηλιώνα (Μάιος) και ήταν αφιερωμένη στην Πολιάδα Αθηνά. Κατά τις μέρες αυτές ο ναός της θεάς στην Ακρόπολη κλεινόταν ολόγυρα με σχοινί, για να μη μπαίνει κανένας μέσα, και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»