Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποδό-νιπτρον

См. также в других словарях:

  • κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… …   Dictionary of Greek

  • μετάνιπτρον — μετάνιπτρον, τὸ (Α) η μετανιπτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδό νιπτρον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»