-
1 ποδο-
-
2 ποδό-στημα
ποδό-στημα, τό, das Untertheil des Schiffes nach hinten zu, Sp.
-
3 ποδό-ψηστρον
ποδό-ψηστρον, τό, woran man die Füße abstreicht, abwischt, Fußdecke, Aesch. Ag. 900.
-
4 ποδό-κοιλον
ποδό-κοιλον, τό, Fußhöhle, Fußsohle (?).
-
5 ποδό-νιπτρον
ποδό-νιπτρον, τό, sp. Form statt ποδάνιπτρον, Iambl., s. Lob. Phryn. 689.
-
6 ποδο-πέδη
-
7 ποδο-στράβη
ποδο-στράβη, ἡ, Schlinge, in die sich die Thiere mit den Füßen verwickeln, Xen. Cyn. 9, 11; καὶ ποδοκάκη, Luc. Lexiph. 10.
-
8 ποδο-τρόχαλος
ποδο-τρόχαλος, ὁ, der Töpfer, der die Scheibe mit dem Fuße umlaufen macht, Hesych.
-
9 ποδο-ψόφος
ποδο-ψόφος, mit den Füßen Geräusch machend, Sp.
-
10 ποδο-ψοφία
ποδο-ψοφία, ἡ, das Geräusch der Füße; Schol. Ap. Rh. 4, 86; Aesop.
-
11 ποδο-κρουστία
ποδο-κρουστία, ἡ, das Stampfen mit den Füßen, Strab. 10, 3, 15.
-
12 ποδο-κτυπέω
ποδο-κτυπέω, die Erde mit den Füßen stampfen, schlagen, bes. von Tanzenden, Hesych.
-
13 ποδο-κτύπη
ποδο-κτύπη, ἡ, Tänzerinn, Luc. Lexiph. 8.
-
14 ποδο-κάκη
-
15 ποδο-νιπτήρ
ποδο-νιπτήρ, ῆρος, ὁ, = ποδανιπτήρ, ποδάνιπτρον, Ath. IV, 168 f u. öfter, Plut. Phoc. 20.
-
16 ποδο-μερής
ποδο-μερής, ές, Diomed. gramm. p. 498 ποδομερεῖς, sunt, qui in singulis pedibus singulas partes orationis assignant, vgl. Osann auct. lex. p. 26.
-
17 συμ-ποδο-δεσμέω
συμ-ποδο-δεσμέω, = συμποδίζω, zw.
-
18 τρι-ποδο-φορέω
-
19 τρι-ποδο-ειδής
τρι-ποδο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Dreifußes, Sp.
-
20 ἀνδρα-ποδο-κάπηλος
ἀνδρα-ποδο-κάπηλος, Sklavenhändler, Isaeus bei Harpocr.; Luc. adv. Ind. 24.
См. также в других словарях:
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
ликопо́дий — я, м. 1. То же, что плаун. 2. Зрелые сухие споры плауна. || Желтый порошок из спор плауна (используется в медицине и технике). [От греч. λυκος волк и πους, ποδος нога] … Малый академический словарь
Podología — En este artículo se detectaron los siguientes problemas: Necesita ser wikificado conforme a las convenciones de estilo de Wikipedia. Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Por favor … Wikipedia Español
podo- — ► prefijo/ suf Componente de palabra procedente del gr. pus, podos , que significa pie: ■ podólogo; cefalópodo. TAMBIÉN pod , podo * * * podo V. «pod ». * * * podo o ‒podo. (Del gr. ποδο y ‒ποδος) … Enciclopedia Universal
‒podo — podo o ‒podo. (Del gr. ποδο y ‒ποδος). elem. compos. Significa pie . Podólogo. Miriópodo … Enciclopedia Universal
ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] … Dictionary of Greek
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
κεφαλόμακτρον — κεφαλόμακτρον, τὸ (Α) μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + μάκτρον «μαντίλι»), πρβλ. ποδό μακτρον, χειρό μακτρον] … Dictionary of Greek
κοιλιοστροφία — κοιλιοστροφία, ἡ (Α) κολικός τού εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + στροφία (< στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο στροφία, χορδο στροφία] … Dictionary of Greek
κονταροκροτώ — κονταροκροτῶ, έω (Μ) συμπλέκομαι σε αγώνα κονταροχτυπήματος, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρ ιον + κροτώ (< κροτώ < κρότος), πρβλ. ποδο κροτώ, χειρο κροτώ] … Dictionary of Greek
κορδοπατώ — 1. βαδίζω καμαρωτά, κορδωμένα, υπεροπτικά 2. περπατώ θυμωμένος 3. απειλώ, φοβερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρδα (με τη σημ. που εμφανίζει το παρ. ρ. κορδώνω*) + πατώ (πρβλ. κατα πατώ, ποδο πατώ)] … Dictionary of Greek