Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρωτίς

См. также в других словарях:

  • παρωτίς — tumour of the parotid gland fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίδα — παρωτίς tumour of the parotid gland fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίδας — παρωτίς tumour of the parotid gland fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίδες — παρωτίς tumour of the parotid gland fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίδος — παρωτίς tumour of the parotid gland fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίδων — παρωτίς tumour of the parotid gland fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίσι — παρωτίς tumour of the parotid gland fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωτίσιν — παρωτίς tumour of the parotid gland fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • parótida — (Del lat. parotis < gr. parotis < para, junto a + us, otos, oreja.) ► sustantivo femenino 1 ANATOMÍA Cada una de las dos glándulas salivares situadas debajo de la oreja y detrás de la mandíbula inferior en los mamíferos, y que poseen un… …   Enciclopedia Universal

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»