Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρα-πομπή

  • 1 παραπομπη

        ἥ
        1) перевозка, доставка
        2) продовольствие, снабжение
        3) сопровождение, эскорт
        

    (τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > παραπομπη

  • 2 χραομαι

        I
        ион. χρέομαι (impf. ἐχρώμην, fut. χρήσομαι, aor. ἐχρησάμην, pf. κέχρημαι; inf. χρῆσθαι - ион. χρᾶσθαι; aor. pass. ἐχρήσθην)
        1) брать взаймы, занимать
        

    (τι Batr., Plut.)

        χ. ναῦς παρά τινος πρὸς τὸν πόλεμον Plut.взять у кого-л. взаймы корабли для ведения войны

        2) давать взаймы, одалживать
        3) пользоваться, употреблять, применять
        

    τέν ἐμπειρίαν τέν περὴ τὸν πόλεμον χρήσασθαι Isocr. — использовать опыт войны;

        χρήσασθαι τοῖς καιροῖς Isocr. — использовать обстоятельства;
        παρέχειν ἑαυτὸν χ. τινι ὅ τι ἂν δέῃ Xen.отдавать кому-л. себя в полное распоряжение;
        χρείαν χ. πρὸς τὰ πολεμικά Plat. — использовать для военных целей;
        ἄλλην χρείαν χ. τινι Plat.пользоваться чем-л. для иной цели;
        εἶχον οὐδὲν σφίσιν αὐτοῖς χρήσασθαι Thuc. — они никак не могли себя самих использовать, т.е. не знали, как им быть;
        χ. τινι πάντα Plut.пользоваться кем-л. для всевозможных поручений;
        ἕως ἂν χρησθῇ Dem. — пока (одежда) находится в употреблении;
        νόμοισι χ. κεχωρισμένοισι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Her. — следовать обычаям, непохожим на обычаи других людей;
        τῷ (νόμῳ) κειμένῳ χ. Thuc. — следовать установленному закону;
        τῷ νόμῳ χρήσασθαι Thuc. — поступить по всей строгости закона;
        τινὴ χ. διδασκάλῳ Aesch.учиться у кого-л.;
        ἀρετῇ χ. Thuc. — следовать велениям добродетели;
        κόμπῳ χ. Plut. — кичиться;
        χ. δόλῳ Plut. — употреблять хитрость;
        χ. ἀπειλαῖς Plut. — пускать в ход угрозы;
        νυκτὴ ὅσαπερ ἡμέρᾳ χ. Xen. — работать ночью так же, как и днем;
        οὐ χ. τῇ ἀποκρίσει Plat. — не уловить смысла ответа;
        τοῖσι πατρίοισι χ. θεοῖσι Her. — чтить отечественных богов;
        χρήσασθαι τῷ θεῷ Plut. — обратиться за советом к (дельфийскому) богу;
        ἵππῳ χ. Xen., Plut.; — управлять конем, т.е. ездить верхом;
        μηδ΄ ἰχθύσι χ. Plut. — не есть рыбы;
        χ. χειρί Soph., Her.; — действовать рукой, т.е. наносить удары, бить;
        νιφετῷ πάντα χρέεται Her. — все покрыто снегом;
        οὐ ποδὴ χρησίμῳ χ. Soph. — не быть в состоянии благополучно выбраться;
        σώματι πονεῖν μέ δυναμένῳ χ. Plut. — быть нетрудоспособным;
        ἀτεράμονι χ. φύσει Plat. — обладать неподатливым характером;
        χ. βοῇ Her. и κραυγῇ Plut. — испускать крик;
        ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ Her. — говоря по правде;
        τιμαῖσιν δαιμόνων χ. Eur. — воздавать почести божествам;
        λόγῳ χρῶ τοιῷδε Soph. — скажи (им) вот что;
        ἔχεις τι χ. τῷ λόγῳ ; Plat. — есть у тебя, что сказать (возразить)?;
        παρρησίᾳ χ. πρός τινα Plut.напрямик заявить кому-л.;
        πολλῇ εὐτυχίᾳ κεχρῆσθαι Plat. — оказаться чрезвычайно счастливым;
        τῷ κακῷ χ. Eur., Plut.; — быть несчастным, но χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς Eur. используй, если можешь, мои несчастья;
        συμφορῇ κεχρημένος Her. — испытав несчастье;
        πολέμῳ χ. Xen. — вести войну;
        γαλανείᾳ χ. μαινομένων οἴστρων Eur. — быть свободным от безумных страстей;
        θείῃ πομπῇ χ. Her. — быть движимым божественным побуждением;
        ὀξείᾳ καὴ συντόνῳ χ. τῇ πορείᾳ Plut.идти форсированным маршем

        4) предаваться (чему-л.), заниматься
        

    θαλάσσῃ χ. Thuc., Xen., Plut.; — плавать по морю, заниматься мореплаванием;

        θυμῷ или ὀργῇ χ. Her. — предаваться гневу;
        γεωργίᾳ χ. Xen. — заниматься земледелием;
        ἐμπορίᾳ χ. Plut. — вести торговлю;
        φρεσὴ χ. ἀγαθῇσι Hom. — быть благородного образа мыслей;
        οἴνῳ χ. Plut. — предаваться пьянству;
        χ. μόρῳ Her.умереть

        5) поступать, обращаться
        

    τί βούλεται ἡμῖν χ. ; Xen. — как хочет он поступить с нами?;

        χ. ὡς πολεμίοις Thuc. — обращаться как с врагами;
        φιλικώτερόν τινι ἢ τοῖς ἄλλοις χ. Xen.обращаться с кем-л. дружелюбнее, чем с другими;
        εὐγνωμόνως χ. ἑαυτῷ Xen. — поступать, как подобает порядочному человеку

        6) общаться
        

    χ. τοῖς ἀνθρώποις Plat. — общаться с людьми;

        χ. τὰ μάλιστα Her. — находиться в тесном общении, дружить;
        Πλάτωνι καὴ Ξενοφῶντι χ. Plut. — изучать Платона и Ксенофонта;
        ἀσθενέσι χ. πολεμίοις Xen. — иметь дело со слабым противником;
        ὁμιλίαις ταῖς κακαῖς κεχρῆσθαι Plat.попасть в дурное общество

        7) находиться в близкой связи, иметь физические сношения
        

    (γυναικί Her., Xen., Dem., Plut.)

        8) предпринимать, делать
        

    (τί οὖν δέ χρησώμεθα; Plat.)

        τί χρήσεσθε καὴ τί δεῖ ποιεῖν ; Dem. — что вы предпримете, и что следует делать?;
        ἠπόρει ὅ τι χρήσαιτο Plat. — он стал недоумевать, что ему делать;
        χ. τοῖς ἁμαρτήμασι Isocr.впадать в ошибки

        II
        med. к χράω См. χραω III

    Древнегреческо-русский словарь > χραομαι

См. также в других словарях:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»