-
1 παραπομπη
ἥ1) перевозка, доставка(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
2) продовольствие, снабжение3) сопровождение, эскорт(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)
-
2 παραπομπή
η1) отправление, отсылка, пересылка; 2) отдача (под суд), предание (суду); 3) ссылка, сноска, отсылка -
3 παραπομπή
[парапомби] ουσ θ отсылка, препровождение, ссылка, сноска.
См. также в других словарях:
παραπομπῇ — παραπομπή convoying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπή — convoying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπή — η, ΝΑ [παραπέμπω] νεοελλ. 1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους») 2. προσαγωγή σε δίκη 3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η… … Dictionary of Greek
παραπομπή — η 1. αποστολή, διαβίβαση: Έγινε παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο. 2. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο για την πηγή απ όπου πάρθηκε η λέξη ή η φράση: Οι παραπομπές στις πηγές δείχνουν την ευσυνειδησία του συγγραφέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπομπαῖς — παραπομπή convoying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπαί — παραπομπή convoying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπῆς — παραπομπή convoying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπήν — παραπομπή convoying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπῶν — παραπομπή convoying fem gen pl παραπομπός attending as convoy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε … Dictionary of Greek