-
1 παράληρος
παράληροςraving: masc /fem nom sg -
2 παράληρος
παράληρ-ος, ον,A raving, delirious, ib.1.2, Ph.1.387, etc.II as Subst., = παραλήρησις, Hp.Epid.3.17.ζ, Suid. s.v. λῆρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράληρος
-
3 παράληρος
-
4 παράληρον
παράληροςraving: masc /fem acc sgπαράληροςraving: neut nom /voc /acc sg -
5 παραλήρους
παράληροςraving: masc /fem acc pl -
6 παράληρα
παράληροςraving: neut nom /voc /acc pl -
7 παράληροι
παράληροςraving: masc /fem nom /voc pl -
8 λῆρος
λῆρος (A), ὁ,A trash, trumpery, of what is showy but useless,λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας Ar.Pl. 589
;τραγικὸς λ. Id.Ra. 1005
; λῆρόν τε τἄλλ' ἡγεῖτο τοῦ γνῶναι πέρι φύσεις ποιητῶν no good as connoisseurs of poets, ib. 809;λ. πάντα πρὸς τὸ χρυσίον Antiph.232.1
, cf. X.An.7.7.41; λ. εἶναι δοκεῖ τὸ νόμισμα, φύσει δ' οὐθέν mere trash, Arist.Pol. 1257b10; a mere trifle, Pl.Phd. 72c, Men.Epit.60; λ. ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν there's naught to compare with Cinesias, Ar. Lys. 860; οἱ ποιηταὶ λ. εἰσιν useless, futile, Xenarch.7.1;ποιητῶν λ. Cratin.306
;ἐμὲ μὲν λ. ἡγεῖσθαι Pl.Chrm. 176a
, cf. Tht. 176d, Luc. DMeretr.10.3;λεπτοτάτων λ. ἱερεῦ Ar.Nu. 359
; λῆροι καὶ παιδιαί, of flute-playing at banquets, Pl.Prt. 347d; λῆροι καὶ φλυαρίαι futile nonsense, Id.Hp.Ma. 304b;ὁδοὺς καὶ κρήνας καὶ λήρους D.3.29
; παροψίδες καὶ λῆρος side-dishes and suchlike trumpery, Alex.261.5;παρεὶς λ. πολὺν ἀστακὸν ὠνοῦ Archestr.Fr.24
, cf. 35.7; as an exclamation, λῆρος nonsense! humbug! Ar.Pl.23, cf. Eub.41.8.II as Adj., silly,ποιητής Luc.Gall.6
, cf. Rh.Pr.17. Adv. - ρως Tz.H.13.337. (Perh. derived fr. sq.)------------------------------------A gold ornament on women's tunics, AP6.292 (Hedyl.), cf. Luc.Lex.9, Poll.5.101, Hsch. (Oxyt. in AP l.c., Hsch.) -
9 σιαλοπάλλαγος
σιαλοπάλλαγος· ὁ παράληρος, καὶ ἀνόητος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλοπάλλαγος
См. также в других словарях:
παράληρος — raving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληρος — ον, Α 1. παράφρονας, μανιακός, τρελός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παράληρος παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. παραληρώ] … Dictionary of Greek
παράληρον — παράληρος raving masc/fem acc sg παράληρος raving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήρους — παράληρος raving masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληρα — παράληρος raving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληροι — παράληρος raving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
σιαλοπάλλαγος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ παράληρος, καὶ ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σίαλον «σάλιο» + πάλ(λ)αγος (< παλάσσω «πιτσυλίζω»)] … Dictionary of Greek