Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πάρα+πολύ

  • 101 невпример

    επίρ. παλ.
    1. διαφορετικά, αντίθετα•

    невпример к прочим αντίθετα προς τους άλλους.

    2. πάρα πολύ, ασύγκριτα.

    Большой русско-греческий словарь > невпример

  • 102 невпроворот

    επίρ.
    (απλ.) άφθονα, πάρα πολύ, άλλο καλό, άλλο τίποτε, όσο θέλεις•

    работа здесь невпроворот έχει εδώ δουλειά όση θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > невпроворот

  • 103 одолжить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одолженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δανείζω•

    -жите мне сто рублей δανείστε με εκατό ρούβλια.

    || δίνω τι για προσωρινή χρήση•

    -жите мне ваш ножик δόστε μου λίγο το σουγιαδάκι σας.

    2. παλ. υποχρεώνω•

    исполнением просьбы, вы меня очень -йте ικανοποιώντας την παράκληση μου, θα με υποχρεώσετε πάρα πολύ.

    δανείζομαι. || παίρνω για προσωρινή χρήση.

    Большой русско-греческий словарь > одолжить

  • 104 ослабеть

    ρ.σ.
    1. εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ•

    дочь не кушает, она совсем -ла η κόρη δεν τρώγει, αυτή τελείως (πάρα πολύ) αδυνάτισε•

    моя память -ла η μνήμη μου εξασθένησε.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω•

    ветер -л ο άνεμος αδυνάτισε (ξέπεσε).

    || γίνομαι λιγότερο αυστηρός, -σκληρός, -δριμύς.
    3. ξεσφίγγω, -ομαι, χαλαρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ослабеть

  • 105 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 106 перенаселённый

    επ. από μτχ.
    υπερπληθής, παμπληθής, πολυπληθέστατος πάρα πολύ πυκνοκατοικημένος.

    Большой русско-греческий словарь > перенаселённый

  • 107 перехвалить

    -хвалю, -хвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваленный, βρ: -лен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. υπερεγκωμιάζω, εκθειάζω, υπεραίρω, υπερυψώνω, ανεβάζω στα ουράνια, επαινώ πάρα πολύ, παραπαινεύω.
    2. επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > перехвалить

  • 108 печёнка

    θ.
    συκώτι, συκωτάκι(κυρίως ζώων). || εντόσθια.
    εκφρ.
    всеми -ами – πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό•
    сидеть в -ах у кого – (απλ.) ενοχλώ δυσαρεστώ, στενοχωρώ• πρήζω το συκώτι.

    Большой русско-греческий словарь > печёнка

  • 109 позарез

    επίρ.
    (απλ.) άκρως, στο έπακρο, πάρα πολύ, σε αφάνταστο βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > позарез

  • 110 премного

    επιρ. παλ. πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > премного

  • 111 преуменьшать

    ρ.δ.
    βλ. преуменьшить.
    μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > преуменьшать

  • 112 преуменьшить

    ρ.σ.μ. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > преуменьшить

  • 113 признательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    ευγνώμονας•

    я вам очень -лен σας ευγνω, -μονώ πάρα πολύ•

    признательный взгляд βλέμμα (ματιά) ευγνωμοσύνης.

    Большой русско-греческий словарь > признательный

  • 114 прудить

    пружу, прудишь ρ.σ.μ. κλείνω με υδατοφράχτη.
    εκφρ.
    хоть пруд -и – πάρα πολύ, πλήθος, σωρεία, με το τσουβάλι.
    κλείνομαι με υδατοφράχτη.

    Большой русско-греческий словарь > прудить

  • 115 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 116 расстараться

    ρ.σ. (απλ.) προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.

    Большой русско-греческий словарь > расстараться

  • 117 сверхранний

    -яя, -ее
    επ.
    πάρα πολύ πρώιμος.

    Большой русско-греческий словарь > сверхранний

  • 118 смерть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. физиологическая ή естественная смерть φυσιολογικός θάνατος•

    осудить на смерть καταδικάζω σε θάνατο•

    ранняя смерть πρόωρος θάνατος.

    || μτφ. καταστροφή, χαμός.
    2. ως κατηγ. είναι άσχημο, κακό ή δυστυχία.
    3. ως επίρ. πάρα πολύ, σφόδρα•

    как хочется пить πεθαίνω (σκάζω) από τη δίψα.

    εκφρ.
    до -и – μέχρι θανάτου, μέχρι χαμό•
    пасть -ью храбрых – πεθαίνω (πέφτω) ηρωικά•
    смотреть (глядеть) -и в глаза – βλέπω το χάρο με τα μάτια μου•
    как смерть бледный – ωχρός (χλωμός) σα νεκρός•
    как смерть побледнеть – χλω-μιάζω σα νεκρός•
    просто смертьκ. смерть да и только (απλ.) βλ. 2 σημ. за -ью посылать кого πηγαίνει σαν αργοκίνητο καράβι (αργητός στην εκτέλεση εντολής).

    Большой русско-греческий словарь > смерть

  • 119 совсем

    επιρ.
    εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•

    темно εντελώς σκοτάδι•

    совсем забыл ξέχασα τελείως•

    совсем новый κατακαίνουργος•

    не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•

    совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•

    я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•

    я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•

    он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > совсем

  • 120 страх

    -а (-у) α.
    ο φόβος, το δέος•

    наказания ο φόβος της τιμωρίας•

    страх смерти ο φόβος του θανάτου•

    дрожить от -а τρέμω από φόβο•

    наводить страх εμβάλλω φόβο, εμφοβώ•

    вне-залный страх ξαφνικός φόβος.

    || ως κατηγ. είναι φοβερό. || ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ• δυνατά.
    εκφρ.
    в -е держать – κρατώ με το φόβο•
    в -е воспитать – διαπαιδαγωγώ με το φόβο•
    на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) – υπ ευθύνη μου•
    под -ом – κάτω από το φόβο.

    Большой русско-греческий словарь > страх

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»