Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πάρα+πολύ

  • 61 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 62 исключительно

    исключительн||о
    нареч
    1. ἀποκλειστι-κά [-ῶς] / μόνον, μονάχα (только)·
    2. (необыкновенно) ἐξαιρετικά, πάρα πολύ:
    \исключительно тру́дно ἐξαιρετικά δύσκολα.

    Русско-новогреческий словарь > исключительно

  • 63 продешевить

    продешевить
    сов разг πουλώ πάρα πολύ φτηνά.

    Русско-новогреческий словарь > продешевить

  • 64 серьезно

    серьезн||о
    нареч σοβαρά [-ῶς]:
    \серьезно относиться κ чему-л. ἀντιμετωπίζω κάτι σοβαρά· весьма́ \серьезно πάρα πολύ σοβαρά· говорить \серьезно σοβαρολογώ, μιλῶ στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > серьезно

  • 65 смертельно

    смертельн||о
    нареч
    1. θανάσιμα, θανα-σίμως:
    \смертельно раненный τραυματισμένος θανάσιμα·
    2. перен φοβερά, πάρα πολύ:
    \смертельно устал Εγινα πτώμα ἀπό τήν κούραση.

    Русско-новогреческий словарь > смертельно

  • 66 страшно

    страшн||о
    1. нареч φοβερά, τρομερά·
    2. нареч (сильно) разг φοβερά, τρομερά, πάρα πολύ:
    я \страшно обрадовался χάρηκα φοβερά·
    3. предик безл:
    \страшно подумать... εἶναι τρομερό νά σκέπτεται κανείς...· мне \страшно φοβούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > страшно

  • 67 тревога

    тревог||а
    ж
    1. (беспокойство) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἀδημονία, ἡ ἀγωνία:
    быть в крайней \тревогае εἶμαι πάρα πολύ ἀνήσυχος·
    2. (сигнал) ὁ συναγερμός:
    возду́шная \тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός· ложная \тревога ὁ ψεύτικος συναγερμός.

    Русско-новогреческий словарь > тревога

  • 68 ужас

    ужас
    ж
    1. ἡ φρίκη, ὁ τρόμος:
    \ужасы войны οἱ φρικαλεότητες τοῦ πόλεμου· приходить в \ужас μέ πιάνει φρίκη· приводить в \ужас προξενώ φρίκη· содрогаться от \ужаса τρέμω ἀπ' τόν φόβο· с \ужасом думать о чем-л. συλλογίζομαι μέ φρίκη κάτι· до \ужаса ὑπερβολικά, πάρα πολύ·
    2. предик без л.:
    какой э́то \ужасΙ τί φρίκη! τί φοβε· ρό!· просто \ужас φοβερό πράγμα·
    3. нареч разг:
    \ужас как холодно! τί φοβερό κρύο!

    Русско-новогреческий словарь > ужас

  • 69 ужасно

    ужасно
    1. нареч φοβερά, ὑπερβολικά, πάρα πολύ:
    он \ужасно похож на мать μοιάζει φοβερά τής μητέρας του·
    2. предик безл εἶναι φοβερό:
    это \ужасно εἶναι φοβερό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > ужасно

  • 70 черт

    черт
    м ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας, ὁ δαί· μων:
    к \черту! στό διάβολο!· \черт бы его побрал! νά τόν πάρει ὁ διάβολος!· \черт возьми! νά πάρει ὁ διάβολος!· один \черт τά ἰδια καί χειρότερα· до \черта τόσα πού σοῦ φεύγει τό καφάσι, πάρα πολύ· к \черту и а рога, к \черту на кулички στοῦ διαβόλου τή μάννα· чем \черт не шутит ὅλα νά τά περιμένεις· \черт его́ знает ὁ διά(β)ολος ξέρει· \черт знает что! ὁ διάολος ξέρει τί· что за \чертΙ τί διά(β)ολο!· тут сам \черт но́гу сломит ἐδῶ κι ὁ διά(β)ολος δέν τά βγάζει πέρα· не так страшен \черт, как его́ малюют ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο τρομερός ὅσο τόν παριστάνουν.

    Русско-новогреческий словарь > черт

  • 71 adore

    [ə'do:]
    1) (to love or like very much: He adores his children.) λατρεύω, αγαπώ πάρα πολύ
    2) (to worship.) λατρεύω
    - adorably
    - adoration
    - adoring
    - adoringly

    English-Greek dictionary > adore

  • 72 exceedingly

    adverb (very: exceedingly nervous.) πάρα πολύ

    English-Greek dictionary > exceedingly

  • 73 (frighten/scare) out of one's wits

    ((to frighten) (almost) to the point of madness: The sight of the gun in his hand scared me out of my wits.) τρελαίνομαι, τρομάζω πάρα πολύ

    English-Greek dictionary > (frighten/scare) out of one's wits

  • 74 fucking

    adjective ((slang, vulgar) very good, very bad; bloody: It's a fucking nuisance; He's a fucking good player.) (χυδαίο)παλιο-,βρωμο-/πάρα πολύ καλός,”γαμώ”

    English-Greek dictionary > fucking

  • 75 highly

    1) (very; very much: highly delighted; highly paid; I value the book highly.) πάρα πολύ
    2) (with approval: He thinks/speaks very highly of you.) με μεγάλη εκτίμηση

    English-Greek dictionary > highly

  • 76 intensely

    adverb (very much: I dislike that sort of behaviour intensely.) έντονα/πάρα πολύ

    English-Greek dictionary > intensely

  • 77 no end (of)

    (very much: I feel no end of a fool.) πάρα πολύ

    English-Greek dictionary > no end (of)

  • 78 no end (of)

    (very much: I feel no end of a fool.) πάρα πολύ

    English-Greek dictionary > no end (of)

  • 79 (frighten/scare) out of one's wits

    ((to frighten) (almost) to the point of madness: The sight of the gun in his hand scared me out of my wits.) τρελαίνομαι, τρομάζω πάρα πολύ

    English-Greek dictionary > (frighten/scare) out of one's wits

  • 80 puniness

    noun πάρα πολύ μικρό μέγεθος

    English-Greek dictionary > puniness

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»