Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πάρα+πολύ

  • 1 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 2 чересчур

    чересчур
    нарек. πάρα πολύ, ὑπερβολικά, ὑπερμέτρως:
    \чересчур тяжелый πάρα πολύ δύσκολος· \чересчур холодный ὑπερβολικά κρύος· \чересчур много а) (о массе) παραπολύ, πάρα πολύ, б) (об отдельных предметах) πάρα πολλές, πάρα πολλά· \чересчур мио́го воды πάρα πολύ νερό· \чересчур много людей πάρα πολλοί ἄνθρωποι· \чересчур мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уже \чересчур αὐτό πιά ξεπερνάει τά δρια

    Русско-новогреческий словарь > чересчур

  • 3 слишком

    слишком πάρα πολύ; \слишком дорого πάρα πολύ ακριβά
    * * *

    сли́шком до́рого — πάρα πολύ ακριβά

    Русско-греческий словарь > слишком

  • 4 очень

    очень πολύ· \очень трудно πολύ δύσκολα· \очень много πάρα πολύ
    * * *

    о́чень тру́дно — πολύ δύσκολα

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    Русско-греческий словарь > очень

  • 5 много

    много
    нареч πολύ:
    \много лет πολλά χρόνια· \много раз πολλές φορές, πολλάκις· очень \много πάρα πολύ· это слишком \много εἶναι πάρα πολύ· так \много τόσο πολύ· ·\много больше πολύ περισσότερο· \много шу́му из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε· \много знать ξέρω πολλά· ◊ни \много и и ма́ло οὔτε λίγο, ὁὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > много

  • 6 слишком

    слишком
    на́реч. πάρα πολύ, ὑπερβολικά:
    \слишком поздно πάρα πολύ ἀργά· \слишком мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уж \слишкомΙ αὐτό πιά ξεπερνάει τά ὅρια

    Русско-новогреческий словарь > слишком

  • 7 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 8 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 9 много

    много πολύ* \много лет πολλά χρόνια· очень \много πάρα πολύ·\много знать ξέρω πολλά; здесь \много народу εδώ είναι πολύς κόσμος
    * * *

    мно́го лет — πολλά χρόνια

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    мно́го знать — ξέρω πολλά

    здесь мно́го наро́ду — εδώ είναι πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > много

  • 10 отлично

    отли́чн||о
    1. нареч ἄριστα, πάρα πολύ καλά, λαμπρά, κάλλιστα:
    \отлично знать ξαίρω πάρα πολύ καλά·
    2. нареч (ладно) πολύ καλά·
    3. с нескл. (отметка) ἄριστα:
    учиться на \отлично εἶμαι ἀριστούχος στά μαθήματα.

    Русско-новогреческий словарь > отлично

  • 11 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 12 насмерть

    1. επίρ. θανάσιμα, θανατηφόρα•

    ранить насмерть τραυματίζω θανάσιμα.

    || μτφ. (σε συνδυασμό με τα ρ. биться, драться, сражаться κ.τ.τ.) μέχρι θάνατο.
    2. μτφ. πάρα πολύ, πολύ δυνατά•

    перепугаться насмерть φοβούμαι πάρα πολύ, πεθαίνω από το φόβο.

    Большой русско-греческий словарь > насмерть

  • 13 слишком

    επίρ. πάρα πολύ, λίαν. || (με αριθμητικό)• (παρα)πάνω•

    он болел слишком три мсяча αυτός ήταν άρρωστος πάνω από τρεις μήνες.

    εκφρ.
    это (уж) слишком – αυτό πια είναι πάρα πολύ• τα παράκανε, το παραξήλωσε, ξεπερνάτα όρια.

    Большой русско-греческий словарь > слишком

  • 14 очень

    очень
    нареч πολύ:
    \очень широкий πολύ φαρδύς· \очень чистый πεντακάθαρος, πολύ καθαρός· \очень хитрый παμπόνηρος· \очень мало πολύ λίγο· \очень много πάρα πολύ· \очень быстро πολύ γρήγορα· не \очень хорошо ὄχι πολύ καλά· не \очень ὄχι καί τόσο.

    Русско-новогреческий словарь > очень

  • 15 невесть

    επίρ. (απλ.)
    1. άγνωστο• ακατανόητο•

    невесть кто άγνωστο ποιος.

    2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.
    3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•

    невесть кто πολύ σημαντικός•

    невесть что πολύ σημαντικό•

    невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•

    невесть сколько πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невесть

  • 16 очень

    επίρ.
    πολύ, λίαν•

    очень рано πολύ πρωί•

    очень хорошо πολύ καλά•

    очень чистый πολύ καθαρός•

    очень большой πολύ μεγάλος•

    очень и очень прошу вас σας παρακαλώ πάρα πολύ, σας θερμοπαρακαλώ•

    очень люблю вас πολύ σας αγαπώ.

    Большой русско-греческий словарь > очень

  • 17 чересчур

    чересчур πάρα πολύ, υπερβολικά
    * * *
    πάρα πολύ, υπέρβολικά

    Русско-греческий словарь > чересчур

  • 18 крайие

    крайи||е
    нареч πάρα πολύ, ἄκρως, είς ἄκρον, ὑπερβολικά:
    \крайие важно πάρα πολύ σοβαρό.

    Русско-новогреческий словарь > крайие

  • 19 крепко

    επίρ.
    γερά, δυνατά• στέρεα κλπ.
    επίθετα.
    (απλ.) πάρα πολύ.
    εκφρ.
    крепко накрепко – πάρα πολύ γερά, στέρεα κλπ. επ.

    Большой русско-греческий словарь > крепко

  • 20 ужасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. φρικτός, φρικώδης, φρικιαστικός• φρικαλέος• τρομερός•

    -ое положение φρικτή κατάσταση•

    -ое несчастье φρικιαστικό δυστύχημα.

    || πάρα πολύ άσχημος, απαίσιος• απεχθής•

    у больного ужасный вид ο άρρωστος έχει απαίσια όψη•

    -ая погода παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος, καιρός-φρίκη.

    2. φοβερός, πάρα πολύ δυνατός, ισχυρότατος•

    -ая боль φριχτός πόνος•

    -ая суматоха θόρυβος φοβερός, πανδαιμόνιο, ορυμαγδός.

    Большой русско-греческий словарь > ужасный

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»