-
41 сила
-ы θ.1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•
богатырская сила ηράκλεια δύναμη•
напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.
|| μτφ. δύναμη πνευματική•душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•
умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•
сила характера δύναμη του χαρακτήρα.
2. βία•применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.
3. (τεχ.) ισχύς•сила машины ισχύς μηχανής•
падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•
центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•
сила тяжести η δύναμη του βάρους.
4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•сила государства ισχύς του κράτους•
сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•
покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•
сила слова η δύναμη του λόγου•
сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•
сила ветра η δύναμη του ανέμου•
сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•
неестественная -υπερφυσική δύναμη•
производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•
рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•
движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•
реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•
вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.
5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.
6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.εκφρ.в -у – δύσκολα, μετά βίας•в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•по -е возможности – κατά το δυνατό•под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•-ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•взять -у – κ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου. -
42 переболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ•переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.
|| μτφ. υποφέρω, πονώ.2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.
εκφρ.переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).-йтρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.εκφρ.душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. -
43 благодарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. ευγνώμων, -ονας.2. ευοίωνος, που υπόσχεται καλά αποτελέσματα.εκφρ.очень -рен вам – σας ευχαριστώ πάρα πολύ, σας ευγνωμονώ πολύ. -
44 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
45 всё
επίρ.1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.
2. μέχρι τώρα, και τώρα•он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.
3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.
4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•
всё более и более όλο και πιο πολύ.
5. όμως, εν τούτοις, αλλά•как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).
εκφρ.всё ж – κ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως. -
46 короб
-а, πλθ. короба κ. παλ. коробы α.1. κουτί• καλάθι.2. αμάξωμα, καροσερί.3. –ом επίρ. ανορθωμένα, στραβωμένα, φουσκωμένα.εκφρ.целый короб (вестей, новостей) – πάρα πολλά νέα•с три -а (наговорить, наобещать), – πάρα πολύ• με το τσουβάλι (λέγω, υπόσχομαι). -
47 море
-я, πλθ. -я, -и ουδ.1. η θάλασσα•средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•
балтийское море Βαλτική θάλασσα•
каспийское море Κασπία θάλασσα•
взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•
бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•
за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•
из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.
|| πέλαγος•эгиско море Αιγαίο πέλαγος•
ионическое море Ιόνιο πέλαγος.
|| λίμνη πολύ μεγάλη•аральское море η λίμνη Αρρίλη.
2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•море слз π,οτάμια δάκρυα•
море крови ποτάμια αίματος.
|| τεράστια έκταση•хлебов θάλασσα σιτηρών.
3. επίρ. δια θαλάσσης•ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.
εκφρ.житейское море – παλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•за -ем, (мореями) – παλ. στα ξένα•на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί. -
48 носить
ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный-шен, -а, -оρ.δ.μ.1. βλ. нести (1 σημ.).2. είμαι έγγυα.3. φέρω, φορώ•носить оччки φορώ ματαγυάλια•
носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•
кольцо φέρω φαχτυλίδι.
|| έχω•носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•
носить усы έχω μουστάκια•
бакенбарды φέρω φαβορίτες.
4. ονομάζομαι•носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.
|| (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.
5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.εκφρ.способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•высоко (гордо) носить голову – βλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•едва (ле, насилу – κ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.1. βλ. нестись (1 σημ.).2. φοριέμαι.3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι. -
49 сломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломанный, βρ: -мал, -а, -о.1. βλ. ломать.2. συντρίβω, σπάζω•сломать сопротивление противника σπάζω την αντίσταση του εχθρού.
εκφρ.голову – σπάζω το κεφάλι (σκέφτομαι πολύ)•сломать зубы – τα βρίσκω μπαστούνια ή σκούρα•сломать ряды – χαλνώ τη στοίχιση, ζύγιση ή τη σύνταξη (τμήματος)•. сломать себе шею ή голову σπάζω τα μούτρα μου, σακατεύομαι, καταστρέφομαι• απότυχα ίνω παταγωδώς•чрт ногу -ет – βλ. ίδια έκφραση στη λ. сломить: язык -ешь είναι πάρα πολύ δυσκολοπρόφερτη (λέξη, φράση).1. βλ. ломаться.2. σπάζω, καταβάλλομαι σωματικά ή η θικά. -
50 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
51 чересчур
επίρ.πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά•это уже чересчур αυτό πια πάει πολύ, ξεπερνά τα όρια.
-
52 εὔνοια
εὔνοιᾰ, ἡ, lon. [full] εὐνοίη ( εὔνοιαν is f.l. in Hdt.3.36), poet. [full] εὐνοΐη IG14.815: ([etym.] εὔνους):—A goodwill, favour (dist. fr. φιλία, Arist.EN 1155b33, 1166b30),κατὰ εὐνοίην Hdt.6.108
;δι' εὐνοίας Th.2.40
;δι' εὔνοιαν Pl.Prt. 337b
; εὐνοίας ἕνεκα Docum. ap. D.18.54, etc.;εὐνοίας ἕνεκα τῆς εἰς τὸν δῆμον IG22.212.32
, etc.; κατ' εὔνοιαν κρίνειν partially, Antipho 3.4.1;κατ' εὔνοιαν φρενῶν A.Supp. 940
;μετ' εὐνοίας And.1.9
, Pl.Phdr. 241c, D.18.276, Ep.Eph.6.7;ὑπ' εὐνοίας D.2.9
;εὐνοίῃ τι ποιῆσαι Hdt.7.239
;εὐνοίᾳ λέγειν S.Ph. 1322
; ; εὐνοίᾳ τῇ σῇ for the love of you, Pl.Grg. 486a: with objective gen., ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός for love of fatherland, A.Th. 1012;εὐνοίᾳ τῇ ἑαυτοῦ Pl.Grg. 485a
; ἕνεκα τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας goodwill towards them, X.An.4.7.20; [εὔνοιαν] ἔχειν εἴς τινα Docum. ap. D.18.54; ;πρὸς τὸν δῆμον IPE12.32.7
([place name] Olbia), etc.;εὔ. παρὰ τῶν θεῶν D.2.1
;εὔνοιαν ἔκ τινων κτᾶσθαι X.Cyr.8.2.22
; εὔνοιαν παρασχεῖν to show favour, S.Tr. 708;ἔργῳ δεικνύναι Antipho 5.76
; εὔνοιαν ἔχειν to wish heartily that.., Th.2.11;ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας.. ἔχοι Id.1.22
;ἡ εὔ. παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Id.2.8
: in pl., impulses of kindness, favours, ;Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι Id.Th. 450
;ταῖς εὐ. μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isoc.14.15
; but, acts of kindness, favours, D.S.15.9.II gift or present in token of goodwill, D.19.282: pl., benevolences, Id.8.25. [ εὔνοια as dactyl, Arch.Pap.1.220 (twice, ii B.C.).] -
53 χράω
A fall upon, attack, assail, c. dat. pers.,στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων Od.5.396
;τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων; 10.64
; soἠϊθέοις οὐκ ἔστι τόσος πόνος, ὁππόσος ἡμῖν.. ἔχραε AP5.296
(Agath.): cf. ἐπιχράω (B).II c. acc. rei, inflict upon a person,κακὸν δέ οἱ ἔχραε κοῖτον Nic.Th. 315
.III c. inf., conceive a desire to.., τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν ἐξ ἄλλων; why did he want (or needed he) to vex my stream of all others? Il.21.369; μνηστῆρες.., οἳ τόδε δῶμα ἐχράετ' ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ye suitors.., who have become so eager to.., Od.21.69. (For signfs. 1, 11, cf. ζαχρηής; for 111 perh. cf. χρή, κέχρημαι ( χράω (B) C), χρῇ, χρῇς.)------------------------------------Aχρῇ S.El.35
, [dialect] Ion.χρᾷ Hdt.1.62
(also Luc.DMort.3.2); inf.χρᾶν Hdt.8.135
(also Luc.Alex.19); [dialect] Ion. part. , fem.χρέωσα Hdt.7.111
; [dialect] Ep.χρείων Od.8.79
, h.Ap. 396: [tense] impf.ἔχραον Pi.O.7.92
(v.l. ἔχρεον), A.R.2.454; [ per.] 3sg.ἔχρη Tyrt.3.3
, Hermesian.7.89, ([etym.] ἐξ-) S.OC87: [tense] fut. , Hdt.1.19, A.Ag. 1083: [tense] aor.ἔχρησα Hdt.4.156
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐχρήσθην Id.1.49
, etc.: [tense] pf. κέχρησμαι (v.l. κέχρημαι) Id.4.164, 7.141: [tense] plpf. ἐκέχρηστο (v.l. ἐκέχρητο) Id.2.147, 151, 3.64, etc.:—[voice] Med.,χρῶμαι Th.1.126
, etc., [dialect] Ion.χρέομαι Hdt.
, inf.χρέεσθαι 1.157
( χρᾶσθαι ib. 172); part.χρεώμενος 4.151
: [tense] impf. [ per.] 3pl. ἐχρέωντο (v.l. ἐχρέοντο) 4.157, 5.82: [tense] fut.χρήσομαι Od.10.492
, etc.I in [voice] Act. of the gods and their oracles, proclaim, abs., : : c. acc. rei, χρήσω ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν ib. 132, cf. Thgn.807, Pi.l.c., Plot.2.9.9;ἡ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε Hdt.1.55
, cf. 4.155; χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον proclaimed him the colonizer, Pi.P.4.6; also in Trag., ; ;χρῇ μοι τοιαῦθ' ὁ Φοῖβος S.El.35
;σοὶ δ' οὐκ ἔχρησεν οὐδέν E.Hec. 1268
;χ. φόνον Id.El. 1267
: also c. acc. cogn.,χ. χρησμόν Id.Ph. 409
; (lyr.): c. inf., warn or direct by oracle, ; without ὥστε, ib. 203; χρήσαντ' ἐμοὶ.. ἐκτὸς αἰτίας κακῆς εἶναι that I should be.., Id.Ch. 1030; c. inf. [tense] aor., Ar. V. 159: rare in [dialect] Att. Prose,τάδε ὁ Ἀπόλλων ἔχρησεν IG12.80.10
; ;τοῦ θεοῦ χρήσαντος Id.5.32
, cf. Lycurg.99;ἔχρησεν ὁ θεός SIG1044.5
(Halic., iv/iii B. C.);ὁ θεὸς ἔχρησε IG42(1).122.78
(Epid., iv B. C.).II [voice] Pass., to be declared, proclaimed by an oracle, ; mostly of the oracle delivered,τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Hdt.1.49
;τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη Id.9.94
;ἠπίως χρησθῆναι Id.7.143
; τὸ χρησθέν, τὰ χρησθέντα, the response, Id.1.63, 7.178;ἐν Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον Pi.O.2.39
;πεύθου τὰ χρησθέντ' S.OT 604
; χρησθὲν αὐτῷ ἐν Νεμέᾳ τοῦτο παθεῖν since it was foretold him by an oracle that.. Th.3.96; ἃ τοῦδ' ἐχρήσθη σώματος which were declared about it, S.OC 355;τὸν κεχρησμένον θάνατον Hdt.4.164
(- χρημ- codd.);τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου Id.7.141
(v.l. -χρημ-): impers., c. inf., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι ib. 178: c. acc. et inf.,ἐκέχρηστό σφι.. τοῦτον βασιλεύσειν Id.2.147
; c. inf. [tense] aor., Id.7.220.III [voice] Med., of the person to whom the response is given, consult a god or oracle, c. dat.,ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο Od.10.492
, 565; χ. θεῷ, χρηστηρίοισι, μαντηΐῳ, Hdt.1.47, 53, 157;τῷ θεῷ Aeschin.3.124
;χ. μάντεσι Μούσαις Ar.Av. 724
(anap.), cf. Pl. Lg. 686a;ὅσοι μαντικὴν νομίζοντες οἰωνοῖς χρῶνται X.Mem.1.1.3
; χ. χρηστηρίῳ εἰ .. inquire at the oracle whether.., Hdt.3.57: abs.,ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν χρησόμενος Od.8.81
, cf. h.Ap. 252, 292;ἀπέστειλε ἄλλους χρησομένους Hdt.1.46
; οἱ χρώμενοι the consulters, E.Ph. 957;χρωμένῳ ἐν Δελφοῖς Th.1.126
; alsoχ. περὶ τοῦ πολέμου Hdt.7.220
, cf. 1.85, 4.150, 155, etc.; having inquired of an oracle,Arist.
Rh. 1398b33: c. inf., σωφρονεῖν κεχρημένον being divinely warned to be temperate, A.Pers. 829, cf. Marcellin.Vit. Thuc.6: later simply, receive a divine revelation, Plot.5.3.14.—Hom. has the word in this sense only in Od.: the [voice] Act. only in [tense] pres. part. χρείων ([tense] fut. ): the [voice] Med. only in part. [tense] fut. χρησόμενος.B furnish with a thing, in which sense the [tense] pres. was [full] κίχρημι, D.53.12, Plu.Pomp.29; Cret. [ per.] 3sg.κίγχρητι Inscr.Cret.1 xxiii 3
(Phaestus, ii B. C.); Delph. [ per.] 3sg. [tense] pres. subj. (iv B. C.): [tense] aor. χρέη ib.13; [tense] pres. part. κιχρέντε ib.adn. (rarely [full] χρηννύναι, [full] χρηννύω, Thphr.Char.5.10, 10.13: [voice] Med.,χρηννυόμεθα PCair.Zen. 304.4
(iii B. C.)): [tense] fut.χρήσω Hdt.3.58
: [tense] aor. ἔχρησα ibid., 6.89, Ar. Th. 219, X.Mem.3.11.18, Lys.19.24, IG12.108.16, etc. ([ per.] 3sg. writtenἔκχρησεν IG12(3).1350.4
([place name] Thera)); imper. , Pl. Com.205: [tense] pf.κέχρηκα Men.461
, 598, Plb.29.21.6 ( = D.S.31.10): [tense] plpf.ἐκεχρήκει App.BC2.29
:—[voice] Pass., [tense] pf. κέχρημαι ([etym.] δια-) D.27.11:—[voice] Med., [tense] pres.κίχρᾰμαι Plu.2.534b
; inf.κίχρασθαι Thphr.Char.30.20
: [tense] impf.ἐκιχράμην AP9.584.10
: [tense] aor. ἐχρησάμην, imper. (lyr.), etc.:— furnish the use of a thing, i.e. lend, usu. in a friendly way, δανείζω being the word applied to usurers (but χ. = δανείζω in Antipho Soph.54), ll. cc.;οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arist.EN 1162b33
, cf. LXX Ex.11.3;ἡ πειρατικὴ δύναμις χρήσασα ταῖς βασιλικαῖς ὑπηρεσίαις ἑαυτήν Plu.Pomp.24
;χ. τὴν ἑαυτοῦ σχολήν τισι Id.Phil. 13
; χ. τὰν χέρα, in the formula of manumission, IG9(1).189, 194 ([place name] Tithora):—[voice] Med., borrow, τι E.El. 191 (lyr.), Thphr.Char.30.20: abs., ; πόδας χρήσας, ὄμματα χρησάμενος having lent feet and borrowed eyes, of a blind man carrying a lame one, AP9.13 (Pl.Jun.), cf. Pl.Demod. 384b, 384c.II = χρηματίζω 111,τοῦ χρέοντος γραμματέως CIG2562.18
(s. v. l., Hierapytna).------------------------------------χράομαι. (See also χράω)C [voice] Med. [full] χράομαι, [dialect] Att. [full] χρῶμαι, χρῇ prob. in Pl.Hp.Mi. 369a, (anap.), etc. (also Trag., A.Ag. 953), χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται, And.4.6, Pl.La. 194c, Th.1.70, etc.; [dialect] Dor. [full] χρέομαι Sophr.126; [dialect] Ion.χρᾶται Hdt.1.132
, al. (so in later Prose, Iamb. in Nic.p.28 P.); χρέεται v.l. in Hdt.4.50;χρέονται Hp.
Aër.1;χρέωνται Hdt.1.34
, 4.108, al.;χρείωνται Heraclit.104
; opt.χρῴμην, χρῷο Pl. Cri. 45b
,χρῷτο Gorg.Fr.20
, etc.; [dialect] Ion.χρέοιτο Hp.Acut.56
; imper.χρῶ Democr.270
, Ar.Th. 212, Isoc.1.34, [dialect] Ion.χρέο Hp.Steril.230
, Hdt. 1.155 (v.l. χρέω, as in Hp.Acut. (Sp.) 62); [ per.] 3sg. [dialect] Dor. (Chalcedon, iii/ii B. C.); [ per.] 2pl.χρῆσθε And.1.11
; [ per.] 3pl. (s. v.l.; v. infr.111.4b), Th.5.18;χρώσθων IG12.122.5
; [dialect] Dor.χρόνσθω Mnemos.57.208
(Argos, vi B. C.); inf. [dialect] Att. and [dialect] Ion.χρῆσθαι IG12.57.19
, Ar.Av. 1040, Lys.25.20, SIG57.5 (Milet., v B. C.), IG12(5).593 A12 (Ceos, v B. C.); [dialect] Ion. and Hellenisticχρᾶσθαι Hdt. 2.15
, 3.20, al., IG12(5).606.9 (Ceos, iv/iii B. C.), SIG344.50 (Teos, iv B. C.), 1106.80 (Cos, iv/iii B. C.), PCair.Zen.299.10 (iii B. C.), OGI214.19 (Didyma, iii B. C.), IG22.1325.24 (both forms in Phld.Rh.1.66S. and Ph.Bel.,χρῆσθαι 57.35
, al.,χρᾶσθαι 53.49
, al.), [dialect] Ion. χρέεσθαι as v.l. for χρῆσθαι Hdt.1.21, 187, al. ( χρῆσθαι ib. 153 codd.), so in Arc., IG5 (2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), Eleanχρηῆσται Inscr.Olymp.1.3
(vii/vi B. C.), [dialect] Boeot.χρειεῖσθη IG7.3169
(Orchom., iii B. C.); [dialect] Locr. and [dialect] Lacon.χρῆσται IG9(1).334.19
, 23 (Oeanthea, v B. C.), 5(1).1317.8 (Thalamae, iv/iii B. C.); part. [dialect] Att. , IG12.81.6, etc.; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.χρεώμενος Il.23.834
(as a dactyl), Hdt.2.108, Hp.Acut.18, [dialect] Dor. , 438.11 (both Delph., iii B. C.), Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene),χρήμενος Riv.Fil.58.472
(Gortyn, iii B. C.), ([place name] Dodona): [tense] impf. [dialect] Att. , , And.1.49,ἐχρῆτο Th.1.130
, etc.; pl.,ἐχρώμεθα Lys.Fr.29
, , etc.; [dialect] Ion.ἐχρᾶτο Hdt.2.173
(v.l. -ῆτο), 3.3, 129, al. (also found in Anaxipp.1.9 codd.Ath.),ἐχρέωντο Hdt.2.108
, al.: butἐχρῆτο 3.41
codd., Herod.6.55, ([etym.] προς-) Hp.Epid.3.17.ά: [tense] fut. (lyr.), etc.; alsoκεχρήσομαι Theoc.16.73
: [tense] aor. , Th.5.7, al.: [tense] pf. κέχρημαι (v. infr. 1): [tense] aor. ἐχρήσθην in pass. sense (v. infr. vii):—in [tense] pf. κέχρημαι (with [tense] pres. sense) c. gen., desire, yearn after, the usual sense in [dialect] Ep., οὔτ' εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος (sc. αὐτῆς)οὔτε τευ ἄλλου Il.19.262
;νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός Od.1.13
;κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες 14.124
, cf. 17.421, 20.378, 22.50;μαντοσυνεων κεχρημένοι Emp.112.10
.2 to be in want of, lack,τοῦ κεχρημένοι; S.Ph. 1264
, cf. E.IA 382 (troch.); [βορᾶς] κεχρημένοι Id.Cyc.98
;οὐ πόνων κεχρήμεθα Id.Med. 334
;τίνος κέχρησθε, γυναῖκες; Theoc.26.18
: [tense] fut.,ὃς ἐμεῦ κεχρήσετ' ἀοιδοῦ Id.16.73
; χρήσομεθα εἰς τὰ ἔργα καὶ ὁδοῦ.. καὶ ὕδατος we shall need.., SIG1182.12 (Ephes., iii B. C.): freq. abs. in part. κεχρημένος, lacking, needy, Od.14.155, 17.347, Hes.Op. 317, 500, E.Supp. 327, Pl.Lg. 717c: but κεχρηόσι δαίτης is f.l. for κεχαρηόσι in Nic.Fr.70.18.3 [tense] pf. and [tense] plpf. κέχρημαι, κεχρήμην, in [tense] pres. and [tense] impf. sense, c. dat., enjoy, have, φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι ([etym.] ν) Od.3.266, 14.421, 16.398; αὕτη (sc. ἡ χώρη) Aër.12; ἡ καταδεεστέροις τούτοις (sc. τοῖς εἴδεσι)κεχρημένη τραγῳδία Arist.Po. 1450a32
, cf. a13, b33; ἄλλαις, μικραῖς διαφοραῖς, Id.Metaph. 1042b31, Phgn. 809a8; ὑγροτέραις σαρξί ib. b11; θριξὶ ξανθαῖς ib.25;καθαρωτάτῳ.. αἵματι Id.Resp. 477a21
; τῶν.. πλαγίαις ταῖς ῥάβδοις κεχρημένων (sc. ἰχθύων) Id.Fr. 295;εὐγενείᾳ κεχρημένος IG42(1).83.10
(Epid., i A. D.);σφαιρικῷ ὄγκῳ PLit.Lond.167.25
(ii/iii A. D.), cf. κεχρημένως ([place name] Addenda); so in [tense] pres.,χρῶνται δειλαῖς φρεσὶ, δαίμονι δ' ἐσθλῷ Thgn.161
; μέρητραγῳδίας, οἷς ὡς εἴδεσι δεῖ χρῆσθαι, πρότερον εἴπομεν Arist.Po. 1452b14
, cf. 1458b14.II use, [tense] pres. once in Hom., abs.,ἑξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος Il.23.834
: later mostly c. dat. (for acc. v. infr. VI), ;ἐσθῆτι τοιῇδε χρέωνται Hdt.1.195
, cf. 202, Ar.Ra. 1061 (anap.);διφασίοισι γράμμασι χ. Hdt.2.36
; τοῖσιοὐνόμασι τῶν θεῶν ib.52; πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι, ἐκ φρεάτων χρεώμενοι ib. 108; τοῖσι ἐποποιοῖσι χρεώμενον λέγειν ib. 120; ὅστις ἐμπύρῳ χρῆται τέχνῃ consults burnt offerings, E.Ph. 954; χ. ἀργυρίῳ make use of money, Pl.R. 333b; ; χ. ἵπποις manage them, X.Smp.2.10; χ. ἰχθύσι use for food, Plu.2.668f; οἴνῳ χ. ἐπὶ πλέον ib.715d; χ. ναυτιλίῃσι, θαλάσσῃ, Hdt.2.43, Th.1.3;ὠνῇ καὶ πρήσι Hdt.1.153
;δρασμῷ Aeschin.3.21
;τέχναις X.Mem.3.10.1
, Oec.4.4;τῇ τέχνῃ POxy.1029.25
(ii A. D.); χρώμενοι τῇ πόλει taking a part in politics, E. Ion 602; ; ἄλλον τρόπον τῇ πολιτείᾳ κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Hyp.Eux.28;φωνὴν δυναμένην ὄχλῳ χρῆσθαι Isoc.5.81
; τῇ τραπέζῃ τῇ τοῦ πατρὸς ἐχρῆτο he had dealings with my father's bank, D.52.3; χ. τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς καιροῖς administer them, Isoc.6.50.III experience, suffer, be subject to, esp. external events or conditions, having experienced,Pi.
N.4.58;κείμεθ' ἀγηράντῳ χρώμενοι εὐλογίῃ Simon.100.4
;νιφετῷ Hdt.4.50
;στίβῃ καὶ νιφετῷ Call.Epigr.33.3
; , D.18.194;λαίλαπι AP7.503
(Leon.); στυγεροῖς πνεύμασι Epigr. ap. D.S.13.41 (iv B. C.); ;οἰκεῖα πράγματ' εἰσάγων, οἷς χρώμεθ', οἷς σύνεσμεν Ar.Ra. 959
; ;ἀπεψίαις χ. IG42(1).126.4
(Epid., ii A. D.);ἑκὼν.. οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ A.Ag. 953
; νόμοισι χ. live under laws, Hdt. 1.173, 216, cf. IG9(1).334.19 ([dialect] Locr., v B. C.);νόμοις τοῖς ἰδίοις Riv.Fil.58.472
(Gortyn, iii B. C.);ἀνομίᾳ X.Mem.1.2.24
; (lyr.); χ. εὐμαρείᾳ to be at ease, S.Tr. 193 (but, ease oneself, Hdt.2.35);συντυχίῃ χ. Id.5.41
; , And.1.67, 120;πολλῇ εὐτυχίᾳ Pl.Men. 72a
; πολλῇ τῇ νίκῃ χρῆται, = παρὰ πολὺ νικᾷ, And.4.31;συμφορῇ κεχρημένος Hdt.1.42
, cf. E.Med. 347;τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς Hdt. 1.117
; θείῃ πομπῇ χρεώμενος divinely sent, ib.62; of mental conditions present in the subject, τῷ χόλῳ χρέομαι I feel anger, Sophr. 126;λογισάμενος ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑποργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται Hdt.1.137
; μὴ πάντα θυμῷ χρέο ib. 155;ὀργῇ χρωμένη S.OT 1241
;ὀργῇ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω LXX Jb.10.17
, cf. 19.11, al.; ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι ἀπέστησαν they stiffened their necks and.. Hdt.5.83; οἴησις γάρ, καὶ μάλιστα ἐν ἰητρικῇ, αἰτίην μὲντοῖσι κεχρημένοισιν, ὄλεθρον δὲ τοῖσι χρεωμένοισι ἐπιφέρει vanity brings blame on its possessor (or victim) and ruin on those who consult him, Hp Decent.4;πολλῇ ἀνοίᾳ χρώμενος Antipho 3.3.2
;ἀμαθίᾳ πλέονι.. χρῆσθε Th.1.68
;ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο Id.6.15
;φθόνῳ καὶ διαβολῇ χ. Pl.Ap. 18d
;οὺ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀλλὰ τῇ τοῦ πατάξαντος χρησάμενος ἀπέθανεν Antipho 4.3.4
;τοῖς ἁμαρτήμασι παραπλησίοις ἐχρήσαντο Isoc.8.104
;μή τι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; 2 Ep.Cor.1.17
.2 with verbal nouns. periphr. for the verb derived from the noun, ἀληθέϊ λόγῳ χ. use true speech, i.e. speak the truth, Hdt.1.14; ἀληθείῃ χ. ib. 116, 7.101; βοῇ χ. set up a cry, Id.4.134; τοιούτῳ πράγματι οὐ κέχρησαι, = οὐδὲν τοιοῦτο ἔπραξας, Hyp.Eux.11; δαψιλέϊ τῷ ποτῷ (fort. πότῳ)χρησαμένους Hdt.2.121
.δ'; ἐσόδῳ χρέο πυκνῶς visit often, Hp.Decent.13;ἡ σελήνη.. διὰ παντὸς τῇ ἴσῃ παραυξήσει καὶ μειώσει χρῆται Gem.18.16
.3 c. dupl. dat., use as so and so,τοῖς ἀγαθοῖσιν.. χ. πρὸς τὰ κακὰ ἀλκῇ Democr.173
;μιᾷ πόλει ταύτῃ χ. Th.2.15
;χ. τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ X.Mem.3.14.4
.4 χ. τισιν ἔς τι use for an end or purpose, Hdt.1.34;πρός τι X.Oec.11.13
;ἐπί τι Id.Mem.1.2.9
; ἀμφί or περί τι, Id.Oec.9.6, An.3.5.10; with neut. Adj. or Pron. as Adv., τάδε [τῷ ἀμφιβλήστρῳ] χ. makes the following use of the net, Hdt.2.95;χρέωνται οὐδὲν ἐλαίῳ Id.1.193
; χρυσῷ καὶ χαλκῷ τὰ πάντα χρέωνται ib. 215; λογισμῷ ἐλάχιστα χ., πλεῖστα ἀρετῇ χ., Th.2.11, 5.105; τί χρήσεταί ποτ' αὐτῷ; what use will he make of him? Ar.Ach. 935, cf. X.An.1.3.18;χ. τἀνδρὶ τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις S.Tr.60
; .b treat, deal with, , cf. Ar.Nu. 439 (anap.; fort. delendum χρήσθων), Isoc.12.107; εἰ τύχοι (sc. γυνὴ)μὴ ἐπιτηδεία γενομένη, τί χρὴ τῇ συμφορᾷ χρῆσθαι; Antipho Soph.49
; ἀπορέων ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι not knowing what to make of it, Hdt.7.213;ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο Pl.Prt. 321c
;οὐκ ἂν ἔχοις ὅτι χρῷο σαυτῷ Id.Cri. 45b
; in elliptical phrases,τί οὖν χρησώμεθα; Id.Ly. 213c
;Θηβαίους ἔχοντες.. τί χρήσεσθε; D.8.74
: c. dat. et acc. cogn., , cf. 785b, Clit. 407e.IV of persons, χρῆσθαί τινι ὡς .. treat him as..,χ. τινὶ ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ Hdt.7.209
; χ. [τισὶν] ὡς πολεμίοις, ὡς φίλοις καὶ πιστοῖς, treat as friends or enemies, regard them as such, Th.1.53, X.Cyr.4.2.8; soφιλικώτερον χρῆσθαί τισι Id.Mem.4.3.12
;ὑβριστικῶς χ. τισί D.56.12
; also withoutὡς, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ A.Pr. 324
, cf. Heraclit.104;ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ E.Alc. 801
; ;πλείστοις καὶ δεινοτάτοις ἐχροῖς χ. And.4.2
;ἀσθενέσι χ. πολεμίοις X.Cyr.3.2.4
.b χρῆσθαί τινι (without φίλῳ) to be intimate with a man, X.Hier.5.2, Mem.4.8.11;χρῆσθαι καὶ συνεῖναί τισι And.1.49
; ἀνάγκη, ὃς ἂν γένηται (sc. παῖς, son), τούτῳ χρῆσθαι one must put up with the son that is born, Democr.277: ἰητρῷ μὴ χρωμένους not consulting a doctor, Hp. de Arte5 (so c. dat. et acc., ἐσιέναι παρὰ βασιλέα μηδένα, δι' ἀγγέλων δὲ πάντα χρᾶσθαι (sc. αὐτῷ) deal with him in everything by messengers, Hdt.1.99); so Πλάτωνι, Ξενοφῶντι, χ. use, study their writings, Plu.2.79d: abs., friends,X.
Ages.11.13, Mem.2.6.5, Isoc.6.44.2 esp. of sexual intercourse,γυναιξὶ ἐχρᾶτο Hdt.2.181
, cf. X.Mem.1.2.29, 2.1.30, Is.3.10, D.59.67.3 χρῆσθαι ἑαυτῷ make use ofoneself or one's powers, with a part.,οὐδ' ὑγιαίνοντι χρώμενος ἑαυτῷ Plu.Nic.17
;αὑτῷ νήφοντι χ. Id.Eum.16
: so with an Adv.,χ. ἑαντῷ πρὸς τοὺς κινδύνους ἀφειδῶς Id.Alex.45
; παρέχειν ἑαυτὸν ταῖς ἀρχαῖς χρῆσθαι place oneself at the disposal of another, X.Cyr.1.2.13, cf. 8.1.5.V abs., or with Adv., χρῶνται Πέρσαι οὕτω so the Persians are wont to do, such is their custom. ib.4.3.23.VI in later Gk. ( τῷ μεγαλόφρονι shd. be read for τὸ μεγαλόφρον in X.Ages.11.11) c. acc. rei,χ. τὰ ἀπὸ λιμένων.. εἰς διοίκησιν τῆς πόλεως Arist.Oec. 1350a7
; [θησαυρὸν] χρησάμενοι (v.l. κτησάμενοι) LXXWi.7.14;οἱ χρώμενοι τὸν κόσμον ὡς μὴ καταχρώμενοι 1 Ep.Cor.7.31
;ἄνηθον μετ' ἐλαίου χρήσασθαι IG42(1).126.27
(Epid., ii A. D.);ὕδωρ χρῶ PTeb.273.28
(ii/iii A. D.):— for Hdt.1.99, v. supr. IV. 1b.VII [voice] Pass., to be used, esp. in [tense] aor., αἱ δὲ (sc. αἱ νέες)οὐκ ἐχρήσθησαν Hdt.7.144
; τέως ἂν χρησθῇ so long as it be in use, D.21.16; [σιδήρου τοῦ] χρησθέντος εἰς τύλους Supp.Epigr.4.447.48
(Didyma, ii B. C.); Hsch. also has χρησθήσεται· χρησιμεύσει:—v. supr. A.11. -
54 Decisive
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decisive
-
55 Signal
v. trans.P. and V. σημαίνειν.Signal by fire: P. φρυκτωρεῖν, P. and V. πυρσεύειν (Xen.).Sixty Athenian ships were signalled as approaching from Leucas: P. ἐφρυκτωρήθησαν ἑξήκοντα νῆες Ἀθηναίων προσπλέουσαι ἀπὸ Λευκάδος (Thuc. 3, 80).Signal the enemy with treasonable intent: P. παραφρυκτωρεύεσθαι.——————subs.Ar. and P. σημεῖον, τό, P. νεῦμα, τό, V. σῆμα, τό.Give a secret signal: P. νεύματι ἀφανεῖ χρῆσθαι (Thuc. 1, 134).Brasidas seeing the signal came up the double: P. ὁ Βρασίδας ἰδὼν τὸ σύνθημα ἔθει δρόμῳ (Thuc. 4, 112).Give signal for retreat: P. σημαίνειν ἀναχώρησιν (Thuc. 5, 10).The signal for silence was given by the trumpet: P. τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη (Thuc. 6, 32).At a given signal: P. ἀπὸ σημείου ἑνός.A succession of signal fires: V. ἐκδοχὴ πομποῦ πυρός (Æsch., Ag. 299).——————adj.P. and V. λαμπρός, V. ἔξοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Signal
-
56 Victory
subs.Win a great victory: P. and V. πολὺ νικᾶν, P. παρὰ πολύ νικᾶν.Each side claimed the victory: P. ἑκάτεροι νικᾶν ἠξιοῦν (Thuc. 1, 55), ἑκάτεροι τὴν νίκην προσεποιήσαντο (Thuc. 1, 54).Offer sacrifices for victory: P. ἐπινίκια θύειν.Win a victory whose fruit is tears: V. δάκρυα νικηφορεῖν (Eur., Bacch. 1147).——————Νίκη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victory
-
57 παρ-ευ-δοκιμέω
παρ-ευ-δοκιμέω, an Ruhm, Ehre, Beifall übertreffen, τινά, z. B. παρηυδοκίμησεν αὐτὸν ἵππους ἀγαϑοὺς ἐλαύνων, Plut. Pomp. 37; auch τί, in Etwas, Luc. Zeux. 7; u. pass., παρευδοκιμεῖται ἡ ἀλήϑεια ὑπὸ τοῠ ψεύδους παρὰ πολύ Hermot. 51, u. a. Sp. – Eust. auch im med.
-
58 ἐξ-αλλάσσω
ἐξ-αλλάσσω, 1) vertauschen, umtauschen, verändern; αἰὼν ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pind. I. 3, 18; λουτρῶν τύχε ἐσϑῆτά τ' ἐξάλλαξον Eur. Hel. 1297, κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται, der keine Aenderung in seinem Unglück erleidet, dessen Unglück sich nicht ändert, Soph. Ant. 474; τὸ εἰωϑὸς καὶ ξενικὴν ποιεῖ τὴν λέξιν Arist. rhet. 3, 3, vgl. poet. 22; τινὰ κοσμήσεσιν Plut. Thes. 23. – Εὐρώπαν, E. verlassen, Eur. I. T. 135; σπάργανα, zurücklassen, Ion 918; – ἐξηλλαγμένος, verschieden, abweichend, παρὰ πολὺ τῆς τῶν ἄλλων ἐξ. διανοίας Isocr. 8, 63; ungewöhnlich, Arist. poet. 21; Pol. 2, 37, 6 u. Sp. – 2) δρόμον, dem Laufe eine andere Richtung geben, Xen. Cyn. 10, 7; übh. abkehren, abwenden, τὴν γύμνωσιν ἐξ. τῶν ἐναντίων, die Blöße von den Feinden abwenden. Thuc. 5, 71. – Auch intrans., von Etwas weggehen, δεῠρο ἀπὸ τῆς νεώς, hierher kommen vom Schiffe, Philostr.; übh. abweichen, verschieden sein. ἐξαλλάττειν τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist. gener. anim. 4, 1; τοῠ πρέποντος rhet. 3, 2; vgl. Pol. 10, 45, 1; ἐξαλλάσσουσα χάρις, ausgezeichnet, Eur. I. A. 565. – Bei Menand. fr. inc. 205 nach B. A. 96 = τέρπω, eine Veränderung machen, ergötzen, s. Bast epist. crit. p. 241. 284.
-
59 παραπολυ
-
60 видимо-невидимо
видимо-невидимонареч разг πλήθος:людей было \видимо-невидимо είχε πάρα πολύ κόσμο, ήταν πλῆθος ἀμέτρητο.
См. также в других словарях:
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek