Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἴκοις

См. также в других словарях:

  • οἰκοῖς — οἰκέω inhabit pres opt act 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκοις — ἔοικα as perf opt act 2nd sg (ionic) οἴ̱κοις , οἶκος house masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благочьстьныи — (44) пр. Православный, основанный на благочестии; святой: люди оучити бл҃гочьстьныимъ словесьмъ ѡ(т) б҃жьствьнааго писани˫а избирающемъ. (τῆς εὐσεβείας) КЕ XII, 49а; бл҃гочьстьныи манастырь студиискыи. УСт XII/XIII, 27; власть оубо даѥмъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AURATA Domus — χρυσοφόρος οἶκος Graece, apud Lucianum in Philopatride, ubi Critias accessum suum ad Christianorum (sub Traiano) coetum quendam enarans, Multis, inquit, superatis scalis in domum auratam ascendimus, qualem Homerus Menelai fingit esse. cenaculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORATORIUM — I. ORATORIUM Congregatio sacra, in Communione Romana a Philippo Nerio Florentino, Romae in stituta, et approbata a Gregorio XIII. A. C. 1575. a Paulo V. confirmata, A. C. 1612. Hinc Cardin. Baronius, inter alios prodiit. Item alia Congrega io,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TUTELA — I. TUTELA Dei vel deae signum, prorae navis impositum, unde navi nomen. Solebant namque Veteres Tutelae nomine naves appellare, ut observa vit in ad Petronium Animadv. Iohannes a Wouweren, ex Servio ad l. 10. Aen. Solent naves nomina accipere, a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] …   Dictionary of Greek

  • πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… …   Dictionary of Greek

  • στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • Ιάφεθ — Βιβλικό πρόσωπο, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γνωστός ως Ι. ο Δίκαιος. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ο τρίτος γιος του Νώε μετά τον Σημ και τον Χαμ. Για τον σεβασμό που έδειξε προς τον πατέρα του, όταν μεθυσμένος ο Νώε άρχισε να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»