-
1 ιδιαιτερος
-
2 ἰδιαίτερος
ἰδιαίτερος, ἰδιαίτατος, s. ἴδιος.
-
3 ιδιαίτερος
-
4 ἰδιαίτερος
-
5 ιδιαίτερος
η, ο [έρα, ον] 1.1) особый, специальный; отдельный; частный;ιδιαίτερη είσοδος — отдельный вход;
ιδιαίτερο διαμέρισμα (δωμάτιο) — отдельная квартира (комната);
ιδιαίτερα μαθήματα — частные уроки;
δίνω ιδιαίτερη προσοχή — обращать особое внимание (на что-л.);
σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση — в каждом отдельном случае;
2) интимный;ιδιαίτερη συνομιλία — разговор наедине; — интимный разговор;
3) специфический; характерный;ιδιαίτερο γνώρισμα — специфическая черта, характерный признак;
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά — особые приметы;
4) исключительный, особенный; важный;ιδιαίτερη σημασία — исключительное, важное значение;
2. (ο) личный секретарь -
6 ιδιαίτερος
[идиэтэрос] επ. особый, специальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδιαίτερος
-
7 ιδιαίτερος
[идиэтэрос] επ особый, специальный. -
8 ἰδιαίτερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιαίτερος
-
9 ιδιαίτερος
1) particulier2) privé -
10 ιδιαίτερος
prywatny przym. -
11 ιδιαίτερος
1) důvěrný2) jednotlivý3) privátní4) soukromý -
12 ιδιαίτερος
1) private2) separateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ιδιαίτερος
-
13 particulier
ιδιαίτερος -
14 soukromý
ιδιαίτερος -
15 ιδιωτερος
= ἰδιαίτερος См. ιδιαιτερος -
16 особенный
-
17 особый
-
18 отдельный
отдельный ξέχωρος· ξεχωριστός* χωριστός, ιδιαίτερος (особый)' \отдельныйая квартира το διαμέρισμα· \отдельный номер (в гостинице ) το χωριστό δωμάτιο* * *ξέχωρος; ξεχωριστός; χωριστός, ιδιαίτερος ( особый)отде́льная кварти́ра — το διαμέρισμα
отде́льный но́мер (в гостинице) — το χωριστό δωμάτιο
-
19 специальный
-
20 особый
особ||ыйприл1. ἰδιαίτερος, ἀσυνήθης / ἰδιόμορφος (своеобразный)·2. (отдельный) ἰδιαίτερος, εἰδικός, ξεχωριστός:оставаться при \особыйом мнении διατηρώ τήν ἄποψή μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \особыйая цель ὁ εἰδικός σκοπός.
См. также в других словарях:
ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… … Dictionary of Greek
ιδιαίτερος — η, ο επίρρ. α 1. χωριστός, ιδιαίτερος χώρος: Ιδιαίτερη μεταχείριση. – Θα σου πω ιδιαίτερα. 2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κάποιον: Ιδιαίτερος χαρακτήρας του παιδιού. 3. εξαιρετικός: Ιδιαίτερη σημασία. – Ιδιαίτερο ενδιαφέρον. ο θηλ. ιδιαιτέρα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιαίτερος — ἴδιος one s own masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… … Dictionary of Greek
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek
συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… … Dictionary of Greek
αποδυτήριο — Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γυναικωνίτης — Ο ιδιαίτερος χώρος του σπιτιού που προοριζόταν παλαιότερα για τη διαμονή των γυναικών και, αργότερα, ο ιδιαίτερος για τις γυναίκες χώρος των χριστιανικών ναών. Η συνήθεια της απομόνωσης των γυναικών σε ιδιαίτερο χώρο ή σε μία πτέρυγα της… … Dictionary of Greek