Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ούϑείς

См. также в других словарях:

  • ουθείς — οὐθείς, ενός, ουδ. οὐθέν (Α) βλ. ουδείς …   Dictionary of Greek

  • οὐθείς — οὐδείς not one masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …   Dictionary of Greek

  • εξουθενώνω — (AM ἐξουθενῶ, όω και έω) 1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῡ δικαίως ἐξουθένωται») 2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως αρχ. μσν. δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ουθενής — οὐθενής, ές (Μ) ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐθείς, ενός, κατά τα επίθ. σε ής] …   Dictionary of Greek

  • ՈՔ — (ուրուք, ումեք, յումեքէ. ոմանք. ոմանց, եւ այլն. (գտանի եւ ումեքիւ, ոքք կամ ոք.)) NBH 2 0561 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 12c Ոմն. մի ոմն. եւ Մի. մի ինչ. իմն. ինչ. այս ինչ. τίς, τι aliquis, qua, quid;… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»