Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξετυλίγω

См. также в других словарях:

  • ξετυλίγω — ξετυλίγω, ξετύλιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξετυλίγω — ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος 1. ξεδιπλώνω, ξεκουβαριάζω, ξεμπερδεύω: Ξετυλίγω το χαρτί. – Ξετυλίγω το κουβάρι. – Ξετυλίγω το χαλί. 2. το μέσ., μτφ., ξετυλίγομαι απλώνομαι, εκτείνομαι, συμβαίνω: Τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] …   Dictionary of Greek

  • αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… …   Dictionary of Greek

  • ανατυλίσσω — ἀνατυλίσσω (Α) 1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω 2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ …   Dictionary of Greek

  • εκτυλίσσω — και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω) ξετυλίγω, ξεδιπλώνω αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο νεοελλ. μέσ. εκτυλίσσομαι (για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις …   Dictionary of Greek

  • ανίλλω — ἀνίλλω (Α) 1. ξετυλίγω 2. μέσ. ἀνίλλομαι α) συστέλλομαι, διστάζω β) υποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ανακλώθω — (Α ἀνακλώθω) νεοελλ. κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω αρχ. (για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλώθω] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»