-
1 εξελίσσω
[эксэлиссо] р. развивать, эволюционировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξελίσσω
-
2 развернуть
развернуть, развёртывать 1) ανοίγω· ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)' \развернуть газету ανοίγω την εφημερίδα 2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω \развернуться ξετυλίγομαι* * *= развёртывать1) ανοίγω; ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)разверну́ть газе́ту — ανοίγω την εφημερίδα
2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω -
3 развить
-
4 эволюционирование
η εξέλιξη, η ανάπτυξη-ть εξελίσσω, εξελίσσομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эволюционирование
-
5 развивать
развива||тьнесов1. (раскручивать) ξετυλίγω, ἐκτυλίσσω·2. (увеличивать, усиливать) ἀναπτύσσω/ ἐξελίσσω (эволюционировать):\развивать память ἀναπτύσσω τό μνημονικό· \развивать мысль ἀναπτύσσω τήν ιδέα· \развивать промышленность ἀναπτύσσω τήν βιομηχανία· \развивать скорость ἀναπτύσσω ταχύτητα· \развивать наступление воен. ἀναπτύσσω τήν ἐπίθεση. -
6 разворачивать
разворачиватьнесов1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):\разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:\разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:\разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω. -
7 оплодотворить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплодотворенный, βρ: -рен, -рена, -реноγονιμοποιώ•дожди -ли землю οι βροχές γονιμοποίησαν τη γη.
|| μτφ. προωθώ, εξελίσσω, αυξαίνω, καλυτερεύω.γονιμοποιούμαι.
См. также в других словарях:
εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
εξελίσσω — εξέλιξα, εξελίχτηκα, εξελιγμένος, μτβ. 1. μετασχηματίζω κάτι με βαθμιαίες μεταβολές, το μεταμορφώνω, του δίνω άλλη μορφή: Πρέπει να εξελίξεις τις δυνατότητές σου. 2. το μέσ., εξελίσσομαι διαμορφώνομαι βαθμιαία, μεταβάλλομαι με τον καιρό, αλλάζω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξείλισσον — ἐξελίσσω unroll imperf ind act 3rd pl (ionic) ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st sg (ionic) ἐξελίσσω unroll imperf ind act 3rd pl ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st sg ἐξελίσσω unroll imperf ind act 3rd pl ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίσσῃ — ἐξελίσσω unroll pres subj mp 2nd sg ἐξελίσσω unroll pres ind mp 2nd sg ἐξελίσσω unroll pres subj act 3rd sg ἐξελίσσω unroll pres subj mp 2nd sg ἐξελίσσω unroll pres ind mp 2nd sg ἐξελίσσω unroll pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίττετε — ἐξελίσσω unroll pres imperat act 2nd pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres ind act 2nd pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres imperat act 2nd pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres ind act 2nd pl (attic) ἐξελίσσετε , ἐξελίσσω unroll imperf ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίττῃ — ἐξελίσσω unroll pres subj mp 2nd sg (attic) ἐξελίσσω unroll pres ind mp 2nd sg (attic) ἐξελίσσω unroll pres subj act 3rd sg (attic) ἐξελίσσω unroll pres subj mp 2nd sg (attic) ἐξελίσσω unroll pres ind mp 2nd sg (attic) ἐξελίσσω unroll pres subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξειλίσσομεν — ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st pl (ionic) ἐξελίσσω unroll pres ind act 1st pl (ionic) ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st pl ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st pl ἐξελίσσω unroll imperf ind act 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελιξάντων — ἐξελίσσω unroll aor part act masc/neut gen pl ἐξελίσσω unroll aor imperat act 3rd pl ἐξελίσσω unroll aor part act masc/neut gen pl ἐξελίσσω unroll aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελιττομένων — ἐξελίσσω unroll pres part mp fem gen pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres part mp fem gen pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελιττόντων — ἐξελίσσω unroll pres part act masc/neut gen pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres imperat act 3rd pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres part act masc/neut gen pl (attic) ἐξελίσσω unroll pres imperat act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίξαι — ἐξελίσσω unroll aor inf act ἐξελίξαῑ , ἐξελίσσω unroll aor opt act 3rd sg ἐξελίσσω unroll aor inf act ἐξελίξαῑ , ἐξελίσσω unroll aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)