Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεδιπλώνω

  • 1 ξεδιπλώνω

    [ксэлиплоно] р распускать, развертывать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεδιπλώνω

  • 2 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 3 развернуть

    развернуть, развёртывать 1) ανοίγω· ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)' \развернуть газету ανοίγω την εφημερίδα 2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω \развернуться ξετυλίγομαι
    * * *
    = развёртывать
    1) ανοίγω; ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)

    разверну́ть газе́ту — ανοίγω την εφημερίδα

    2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω

    Русско-греческий словарь > развернуть

  • 4 разворачивать

    разворачивать
    несов
    1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):
    \разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·
    2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:
    \разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:
    \разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·
    4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачивать

  • 5 отвертывать

    отвертывать
    несов
    1. (отвинчивать) χαλαρώνω, ξεσφίγγω, ξεβιδώνω·
    2. (открывать) ἀνοίγω:
    \отвертывать кран ἀνοίγω τή βρύση·
    3. (отгибать) ἀνοίγω, ξεδιπλώνω, ἀνασηκώνω.

    Русско-новогреческий словарь > отвертывать

  • 6 разгибать

    разгиба||ть
    несов τεντώνω, ἐκτείνω, ξεδιπλώνω:
    \разгибать спи́ну τεντώνω τό κορμί μου· не \разгибатья спины χωρίς νά σηκώνω τό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > разгибать

  • 7 распускать

    распускать
    несов, распустить сов
    1. (собрание и т. п.) διαλύω, ἀπολύω:
    \распускать на каникулы ἀπολύω γιά τίς διακοπές· \распускать парламент διαλύω τήν βουλή·
    2. (расправлять, развязывать, ослаблять) ξεσ-φίγγω, χαλαρώνω, λύνω / ξεδιπλώνω, ἀνοίγω (расправлять \распускать паруса, знамена и т. п.):
    \распускать косы λύνω τίς πλεξοδδες· \распускать ремень ξεσφίγγω τό λουρί, χαλαρώνω τή ζώνη·
    3. (ослаблять дисциплину) χαλαρώνω τήν πειθαρχία·
    4. (растворять) διαλύω·
    5. (распространять) διαδίδω:
    \распускать слу́хи διαδίδω φήμες'
    6. (вязаные изделия) ξηλώνω, ξεπλεκω· ◊ \распускать нюни разг μοξοκλαίω, ψευτοκλαίω.

    Русско-новогреческий словарь > распускать

  • 8 хвост

    хвост
    м
    1. ἡ οὐρά:
    распустить \хвост (о павлине) ξεδιπλώνω τήν οὐρά· поджать \хвост а) βάζω τήν οὐρά στά σκέλια, μαζεύω τήν οὐρά, б) перен συμμαζεύομαι· задрать \хвост а) σηκώνω τήν οὐρά μου, б) перен τό παίρνω ἀπάνω μου· вилять \хвосто́м а) κουνῶ τήν οὐρά (о собаке), б) перен στέκω σούζα·
    2. (концевая часть) ἡ οὐρά:
    \хвост самолета ἡ οὐρά τοῦ ἀεροπλάνου· \хвост колонны ἡ οὐρά τής φάλαγγας·
    3. (очередь) разг ἡ οὐρά, ἡ σειρά:
    стоять в \хвосте στέκομαι στήν οὐρά· ◊ накрутить \хвост кому-л. δείχω πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκκος· показать \хвост разг τό στρίβω· плестись в \хвосте μένω πίσω, καθυστερώ· (н) в \хвост и в гриву (гнать, погонять и т. п.) δέν ἀφήνω σέ χλωρό κλαρί· псу под \хвост разг στον ἀέρα, ἀδικα.

    Русско-новогреческий словарь > хвост

  • 9 отогнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отогнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ευθύνω, ευθυάζω (κεκαμμένο, καμπύλο αντικείμενο)• ξεδιπλώνω•

    отогнуть угол страницы ισιάζω τη γωνία της σελίδας.

    2. ανασηκώνω, γυρίζω, μαζεύω•

    отогнуть рукава μαζεύω τα μανίκια•

    отогнуть поля шляпы λυγίζω, κάμπτω το γύρο της ρεπούμπλικας.

    γίνομαι ίσιος, ευθύς, ισιάζω, ισιώνω•

    гвоздь -лся το καρφί ίσιωσε.

    || ανασηκώνομαι, γυρίζω, λυγίζω, κάμπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отогнуть

  • 10 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

См. также в других словарях:

  • ξεδιπλώνω — ξεδιπλώνω, ξεδίπλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεδιπλώνω — (Μ ξεδιπλώνω) ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.) νεοελλ. 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει») 2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» χορταίνω («βαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιπλώνω — ξεδίπλωσα, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος, ανοίγω κάτι που είναι διπλωμένο: Οι σημαίες οι φοβερές, της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα (Σικελιανός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • αναπετάσω — αναπετάννυμι*, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. τού ἀναπετάννυμι. ΠΑΡ. αναπέταση] …   Dictionary of Greek

  • αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανατυλίσσω — ἀνατυλίσσω (Α) 1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω 2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • ανελίσσω — ἀνελίσσω κ. ίττω (Α) 1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 2. αναπτύσσω, αναλύω 3. μελετώ, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα) 5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω 6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»