-
1 νημα
-
2 νήμα
-
3 νήμα
[нима] ουσ ο волокно, пряжа. -
4 διανημα
-
5 εξεργαζομαι
(aor. ἐξειργασάμην - pass. ἐξειργάσθην)1) совершать, делать, выполнять(ἔργον Soph.)
ἐ. τοιοῦτόν τινα Xen. — делать кого-л. таким именно2) создавать, творить(βλέποντα σώματα Eur.)
3) строить, воздвигать(νηόν Her.)
4) обрабатывать, возделывать(τέν γήν Thuc.; ἀγροὴ εὖ ἐξεργασμένοι Her.)
5) прястьνῆμα ἐξειργασμένον Arst. — готовая пряжа
6) проводить, рыть(τῆς τάφρου τὸ τρίτον μέρος Plut.)
7) вызывать или вести(πλείονας πολέμους Plut.)
8) добиваться, устраиватьἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι Polyb. — он заставил провозгласить себя царем;
μισθὸς ἐξείργασται τῇ στρατιᾷ ἐνιαυτοῦ Xen. — жалованье войску обеспечено на год9) причинять(κακά τινα Her., Plat.)
10) тщательно исследовать, обстоятельно излагать(περί τινος Polyb.; τέν αἰτίαν τινος Plut.)
11) в совершенстве владеть(ἐ. τέχνην τινά Xen., Plat.)
12) уничтожать, истреблять, губить(τινα Her., Eur.)
ἐξείργασμαι Eur. — я погиб -
6 επιπλεκω
1) (сверх того) вплетать2) перен. вводить, вставлять (в речь и т.п.)(τί τινι Arst. и τινά Anth.)
3) pass. сплетаться, смешиваться(τινι Luc.)
ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Polyb. — быть тесно связанным с греческой историей4) pass. вступать в связь(γυναικί τινι Diod.)
-
7 ευκλωστος
-
8 σφονδυλοδινητος
-
9 τριελικτος
21) втрое свернувшийся(ὄφις Her.)
2) трижды изгибающийся(Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.)
3) втрое сложенный, тройной(θώρακες Anth.)
τριέλικτον νῆμα Anth. — тройная, т.е. спряденная тремя Мойрами нить -
10 απαλός
-
11 μάτσο
τό1) пучок; связка; пачка;ένα μάτσο κρεμμύδια — пучок лука;
ένα μάτσο κεριά — связка свечей;
ένα μάτσο λεφτά — пачка банкнот, пачка купюр;
μάτσο έχει τα χιλιάρικα — у него куча денег, у него тысячи;
2) моток;ένα μάτσο νήμα — моток ниток;
§ μάτσο μου τάστειλε ο θεός — на меня обрушились несчастья одно за другим
-
12 οδηγητικός
η, ό[ν] путеводный;τό οδηγητικόςό νήμα — путеводная нить
-
13 στρίβω
1. μετ.1) вить, крутить, скручивать; сучить;στρίβω τό νήμα — крутить нить;
στρίβω τσιγάρο — скручивать папиросу;
§ τα στρίβω — или στρίβ τα λόγια ( — или τό λόγο) μου — менять позицию; — отказываться от собственных слов, идти на попятную;
(τό) στρίβω удрать; — ускользнуть; — улизнуть (разг); — смыться (прост.);
στρίβε (το)! — убирайся!;
στρίβω τα μρύτρα — воротить морду (от чего-кого-л.);
2. αμετ.1) поворачивать, сворачивать (куда-л.);στρίβ δεξιά — повернуть, свернуть направо;
στρίβω στη γωνία — поворачивать за угол;
2) виться, извиваться, изгибаться;στρίβει ο δρόμος — дорога петляет, кружит;
3) передёрнуться, искривиться;εστριψε απ' το κακό του его передёрнуло от злобы; § τούστρ*ψε (η βίδα) он свихнулся
См. также в других словарях:
νῆμα — that which is spun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
νήμα — το, ατος 1. κλωστή: Νήμα βαμβακερό. – Nήμα μάλλινο. – Nήμα μεταξωτό. – Νήμα της στάθμης (όργανο των οικοδόμων, αλλ. σαούλι). 2. (βοτ.), μέρος του στήμονα των λουλουδιών. 3. μτφ., συνέχεια, αλληλουχία, ειρμός, συνοχή, μυστική εντολή: Κόπηκε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νήμα στάθμης — Απλή συσκευή που χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη διεύθυνση της βαρύτητας σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο. Αποτελείται από ένα βαρύ τεμάχιο (συνήθως μολύβδου) το οποίο κρεμάται στην άκρη ενός νήματος. Αν στερεώσουμε τη μια άκρη του νήματος και… … Dictionary of Greek
νῆμ' — νῆμα , νῆμα that which is spun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek