-
1 νήμα
-
2 νῆμα
-
3 νῆμα
νῆμα, τό, das Gesponnene (νέω), der Faden, das Garn, Od. 2, 98. 4, 134. 19, 143; auch der Faden des Spinngewebes, Hes. O. 779, wie ἀράχνης Lucill. 65 (XI, 106); νήματα ἵετο πέδῳ, Eur. Gr. 1433; Plat. Polit. 282 e, der Faden; neben ὑφή, Plut. sol. anim. 10; ἐκ λεπτῶν νημάτων, Luc. Cont. 16.
-
4 νημα
-
5 νῆμα
A that which is spun, thread, yarn, Od.4.134, E. Or. 1433 (lyr.), Pl.Plt. 282e: pl., Od.2.98, 19.143; thread of a spider's web, Hes.Op. 777; of the Fates,Μοιράων νῆμ' ἄλλυτον Phanocl.2
, cf. IG14.1188.11; οὔπω πεπλήρωται τὸ ν. αὐτοῦ his destiny, Luc.Philops. 25; νήματα σηρικά silk sutures, Gal.10.942. -
6 νῆμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νῆμα
-
7 νῆμα
-
8 νήμα
-
9 νήμα
[нима] ουσ ο волокно, пряжа. -
10 νήμα
1) fil2) filament -
11 νήμα
1) nitka (f) rzecz.2) włókno (n) rzecz. -
12 νήμα
1) vlákénko2) vlákno -
13 νήμα
strandΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νήμα
-
14 περί-νημα
περί-νημα, τό, = περίκλυσμα, Galen. Gloss.
-
15 χρῡσό-νημα
χρῡσό-νημα, τό, Goldfaden, Golddraht, Paul. Aeg.
-
16 διά-νημα
διά-νημα, τό, das Gespinnst, der Faden, Plat. Polit. 309 b.
-
17 νήματ'
νή̱ματα, νῆμαthat which is spun: neut nom /voc /acc plνή̱ματι, νῆμαthat which is spun: neut dat sgνή̱ματε, νῆμαthat which is spun: neut nom /voc /acc dual -
18 νημ'
-
19 νῆμ'
-
20 νέω 2
νέω 2Grammatical information: v.Meaning: `spin'.Other forms: 3. sg. νῃ̃ (νῆ, νεῖ; Hes. Op. 777), 3. pl. νῶσι (Ael., Poll.), ipf. ἔννη (Aeol.; Hdn., EM), inf. νῆν, ptc. νῶντα (H.), νώμενος (Poll.); besides νήθω (Cratin., Pl., LXX); aor. νῆσαι, - ασθαι (since η 198); νῶσαι (Eup. 319; ptc.pl. f.?; Meineke νῆσαι), pass. νηθῆναι and fut. νήσω (Att.), perf. midd. νένησμαι (late).Derivatives: νῆμα n. `tectile fabric, thread' (Od.) with νηματ-ικός `consisting of threads' (Ath. Mech.), - ώδης `fibrous' (Plu.); νῆσις f. `spinning' (Pl.); νῆτρον n. `distaff' (Suid.); νήθουσα f. plantname s.s.v.Etymology: On the dental enlargement in νή-θω cf. κνή-θω (: κνῆ-ν), πλή-θω (: πλῆ-το) a.o. (Schwyzer 703). -- From ἔ-ννη and ἐΰ-ννητος `well spun' (Hom.) appears an orig. sn-, which is also seen in MIr. snīid `spinns, restores' and perh. in Lat. nē-re `spin'; an s-less form is however ascertained a.o. by German., e.g. OHG nā-en `sew'. Monosyllabic νῃ̃ can stand for *σνηι-ει and can be compared directly with Skt. snāy-ati `winds around, clothes' and with Lat. neō \< * snēi-ō (on the stem s. below). Like ἔ-ννη from * e-snē can νῆ also be athematic (Schwyzer 675). But νῶσι, νῶντα, νώμενος are rather thematic from *νη-ουσι, *νή-οντα, *νη-όμενος than with old ō-ablaut, which however occurs frequently outside Greek, e.g. in Latv. snāju, snāt `wind together loosely, e.g. spinning' and in several nouns like OIr. snāthe `thread', OGutn. snōÞ `cord' = OE snōd `headband' (OHG snuor ' Schnur' is polyinterpret.). Beside IE snē-: snō- there are, esp. in Balto-Slav., forms with ī-vowel, e.g. Russ. nitь `thread'; for νῃ̃ \< *σνηι-ει, snāyati (beside snāy-u- `band, sinew'), Lat. neō, remains beside the explanation as yotpresent also an old longdiphthong to be sonsidered [improbable]. -- With νῆμα agrees Lat. nēmen n. `phantom', which is however a young formation; OCS snopь `sheaf, band', compared by Specht KZ 68, 123 is far away. Also the genetically identical νῆσις and OHG nāt ' Naht' are rather parallel innovations. -- WP. 2, 694f., Pok. 973, W.-Hofmann s. neō, Vasmer s. nítь, Fraenkel Wb. s. nýtis; everywhere further forms and rich literature.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νέω 2
См. также в других словарях:
νῆμα — that which is spun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
νήμα — το, ατος 1. κλωστή: Νήμα βαμβακερό. – Nήμα μάλλινο. – Nήμα μεταξωτό. – Νήμα της στάθμης (όργανο των οικοδόμων, αλλ. σαούλι). 2. (βοτ.), μέρος του στήμονα των λουλουδιών. 3. μτφ., συνέχεια, αλληλουχία, ειρμός, συνοχή, μυστική εντολή: Κόπηκε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νήμα στάθμης — Απλή συσκευή που χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη διεύθυνση της βαρύτητας σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο. Αποτελείται από ένα βαρύ τεμάχιο (συνήθως μολύβδου) το οποίο κρεμάται στην άκρη ενός νήματος. Αν στερεώσουμε τη μια άκρη του νήματος και… … Dictionary of Greek
νῆμ' — νῆμα , νῆμα that which is spun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek