Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νοήσεις

См. также в других словарях:

  • νοήσεις — νόησις intelligence fem nom/voc pl (attic epic) νόησις intelligence fem nom/acc pl (attic) νοέω Excerpta e libris Herodiani aor subj act 2nd sg (epic) νοέω Excerpta e libris Herodiani fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… …   Dictionary of Greek

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»