-
1 νῑκη-φόρος
νῑκη-φόρος, den Sieg davontragend, siegreich, dor. νικᾱφόρος, in den Kampfspielen siegend, auch ἄεϑλα, P. 8, 27, στέφανοι, I. 1, 22; bei Aesch. heißt Δίκη so, den Sieg verleihend, Ch. 146; πάλαισμα σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον, Eum. 747; σὺν κράτει νικηφόρῳ, Soph. Trach. 185; oft bei Eur., πατρὸς ἐκ νικηφόρου γεγώς, El. 880, νικηφόρου δώρου τύχοιτε, I. A. 1557; auch in Prosa, der Sieger, Plat. Rep. X, 621 d Legg. V, 730 c, Xen. Mem. 3, 4, 5, oft Plut.
-
2 μῡριο-νῑκη-φόρος
μῡριο-νῑκη-φόρος, unzählige Male den Sieg davon tragend, Sp.
-
3 νίκη
Grammatical information: f.Meaning: `victory, upper hand', in a battle, in a contest, before court etc. (Il.), personif. Νίκη `the Goddess of Victory' (Hes.).Other forms: Dor. νίκα.Compounds: Compp., e.g. νικη-φόρος (Dor. -ᾱ-) `carry away victory' (Pi., A.), νικό-βουλος `who wins in the council' (Ar. Eq. 615; hidden PN, connected with νικάω), φιλό-νικος `loving victory, emulating, pugnaceous' with - ία, - έω (Pi., Democr., Att.), often written with - ει- and associated with νεῖκος; Όλυμπιο-νίκης, Dor. - ας m. `Olympia-victor' (Pi., IA.; on the stemformation Schwyzer 451); many PN, e.g. Νικό-δημος, Ίππό-νικος.Derivatives: 1. From Νίκη: νικάς, - άδος f., νικ-άδιον, - ίδιον `(small) Nike-statue' (inscr.); 2. Adj. νικαῖος `belonging to victory' (Call., J.), νικάεις `rich in victory\/ies' (AP); to νικη-τήριος, - τικός below. -- Besides, prob. as denomin., νικάω, Ion. νικέω, Aeol. νίκημι, aor. νικῆσαι, pass. νικ-ηθῆναι, fut. - ήσω (all Il.), perf. νενίκηκα (Att.), rarely with prefixes, e.g. ἐκ-, κατα-, προ-, `vanquish, overcome, conquer'; on the ep. use of νίκη, νικάω Trümpy Fachausdrücke 192 ff. From νικάω: 1. νικάτωρ, - ορος m. `victor', surn. of the kings Seleukos and Demetrios of Syria (hell. inscr.) with νικατόρειον `tomb of Νικάτωρ' (App.), also PN with the patron. Νικατορίδας (Rhodos; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 163 A. 1), νικήτωρ `id.' (D. C.). -- 2. νικατήρ, - ῆρος m. `victor' (Dreros III--IIa), νικητής m. `id.' (III--IVp). -- 3. νίκημα (Dor. -ᾱ-) n. `prize of victory, victory' (hell., Crete). -- 4. νίκαθρον n. `offer(ing) for victory' (Sparta), νίκαστρον n. `prize of victory' (Phot., H.); on the formation Chantraine Form. 373 und 333 f. --5. νικητήριος, n. - ον `belonging to victory, prize of v.' (Att.) and νικητικός `what helps for victory' (X., hell.), both also connected to νίκη.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: An innovation for νίκη is νῖκος n. (hell.), after κάτος (Fraenkel Glotta 4, 39ff., Wackernagel Unt. 81 f.). --Unclear νικάριον n. name of an eyesalve (Alex. Trall.); Anatolian? cf. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 100; cf. on νεκταρ. There is no convincing etymology. After Brugmann RhM 43, 403 a. Osthoff MU 4, 223 f. to Skt. nīca- `directed downwards', OCS nicь `directed forward, on the face', Latv. nīcām `down the stream' etc. Rejected by J. Schmidt Pluralbild. 395 n. 1 (S. 396), who prefers connecting Lith. ap-nìkti `attack'; νίκη would be cognate with νεῖκος (s.v. with further forms); IE nēik-, nī̆k-?. Pre-Greek origin Sittig La nouvelle Clio (Brusssels) 3 (1951), 33; not in Fur.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νίκη
-
4 ἀθλο-φόρος
ἀθλο-φόρος, = ἀεϑλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀϑλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο; – ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).
-
5 νῑκηφόρος
νῑκη-φόρος, den Sieg davontragend, siegreich, dor. νικᾱφόρος, in den Kampfspielen siegend; Δίκη, den Sieg verleihend -
6 νικηφορος
Iдор. νῑκᾱφόρος 21) дающий победу(δίκη Aesch.)
2) победоносный(πατήρ Soph.)
3) победный(στέφανος, ἀγλαΐα Pind.)
4) принадлежащий победителю, триумфаторский(ἅρματι νικηφόρῳ παρεστώς Plut.)
5) сулящий победуIIдор. νῑκᾱφόρος ὅ победитель Plat., Xen. etc. -
7 Νικηφόρος
Νικηφόρος οНикифор –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) имя некоторых византийских императоров и военачальников:Νικηφόρος Φωκάς — Никифор Фока;
3) мужское имяЭтим.< νίκη + -φορος < φέρω «победа + приносить» -
8 μῡριονῑκηφόρος
-
9 τροπαιοφορος
См. также в других словарях:
κλειδοφόρος — κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α) ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρος, στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
κτηνοφόρος — κτηνοφόρος, ον (Μ) αυτός που διατηρεί και εκτρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, νικη φόρος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
τροπαιοφόρος — α, ο / τροπαιοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.) μσν. προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό αρχ. 1. (για θεό) αυτός που παρέχει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
καρηφόρως — (Μ) επίρρ. έτσι ώστε να φοριέται στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + φόρως (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρως, τελεσ φόρως] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek