-
1 μοναρχια
ион. μουναρχίη ἥ1) единодержавие, единовластие, монархия(λαβεὴν χώρας μοναρχίαν Soph.)
2) верховная власть, единоначалие(τοῦ στρατηγοῦ Xen.)
-
2 μοναρχία
μοναρχία ηмонархия, самодержавие -
3 μοναρχία
η1) монархия, самодержавие, монархический строй;συνταγματική μοναρχία — конституционная монархия;
απόλυτη μοναρχία — абсолютная монархия;
2) монархия, монархическое государство -
4 μοναρχία
[монархиа] ουσ θ самодержавие, монархия. -
5 μοναρχικον
τό Plat. = μοναρχία См. μοναρχια -
6 αδορυφορητος
-
7 ανομος
21) беззаконный, противозаконный(μοναρχία Plat.; ἔργον Plut.)
2) нечестивый, преступный(θυσία Aesch.; τράπεζα, sc. τοῦ Ἀστυάγους Her.; βία Eur.; πολῖται Xen.)
3) ( о песне) не настоящийνόμος ἄ. Aesch. — песнь скорби
-
8 ανυπευθυνος
2неподотчетный, (ни перед кем) не ответственный, бесконтрольный, неограниченный(ἄρχων Plat.; μοναρχία Arst.; δυναστεῖαι Plut.)
ἀ. δρᾶν τι Arph. — поступать по своему личному произволу -
9 παντελης
21) полный, законченный(σάγη Aesch.; πανοπλία Plat.)
2) абсолютный, неограниченный(μοναρχία Soph.; ἐλευθερία Plat.)
π. δάμαρ Soph. — полновластная, т.е. законная супруга;βωμοὴ ἐσχάραι τε παντελεῖς Soph. — абсолютно все жертвенники и домашние алтари;τὰ δήμου παντελῆ ψηφίσματα Aesch. — состоявшееся решение народа3) все завершающий, все осуществляющий(Ζεύς, χρόνος Aesch.)
-
10 προσερχομαι
(impf. προσερχόμην, fut. προσελεύσομαι, aor. προσῆλθον, pf. προσελήλυθα; в атт. обычно impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι)1) приходить, подходить (к кому-л.), приближаться(τινι Xen. etc. и πρός τινα Dem. etc.; δόμοις Aesch. и δῶμα Eur.)
2) обращаться (к кому-л.), выступать (с речью)(τῷ δήμῳ, εἰς τὸν δῆμον Dem. и πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.)
3) приступать, посвящать себя(πρὸς τέν πόλιν Dem., τῇ πολιτείᾳ Plut.)
μοναρχίᾳ π. Plut. — стать монархом4) устремляться, нападать(πρὸς τοὺς ἱππέας Xen.)
5) присоединяться, примыкать(τινι Thuc.; τοῖς λόγοις τινός NT.)
προσελθόντος ποσοῦ Arst. — с количественным приростом6) ( о доходах) поступать7) вступать в связь(γυναικί Xen.). - см. тж. πρόσειμι II
-
11 απόλυτος
η, ο [ος, ον ]1) абсолютный, безусловный, полный;απόλυτη ησυχία ( — или ηρεμία) — абсолютный покой;
απόλυτος ανάγκη — острая необходимость;
απόλυτη πλειοψηφία — абсолютное большинство;
απόλυτο μηδέν — абсолютный нуль;
η απόλυτος ποσότης мат. — абсолютная величина;
απόλυτη μοναρχία — абсолютная монархия;
2) грам, количественный;απόλυτα αριθμητικά — количественные числительные;
§ απόλυτο αντανακλαστικά — безусловные рефлексы
-
12 κάτω
1. επίρρ.1) внизу; вниз; снизу; под;κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;
κάτω από — под;
κάτω απ' το τραπέζι — под столом;
κάτω απ' την πίεση — под давлением;
από κάτω — снизу;
από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;
κριτική από τα κάτω — критика снизу;
2) ниже, меньше;όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;
κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);
3) долой!;κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;
§ κάτω κάτω в самом низу;
στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;
πάρα κάτω — ниже, меньше;
από πάνω ως κάτω — сверху донизу;
από κάτω ως πάνω — снизу доверху;
τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);
κάτω κόσμος — ад, преисподняя;
πάνω κάτω — около, приблизительно;
άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;
βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;
παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;
πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;
κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;
2. επίθ. άκλ. нижний;τό κάτω μέρος — нижняя часть;
τα κάτω — икра нижние конечности;
ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга
См. также в других словарях:
μοναρχία — μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc/acc dual μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχία — η 1. η εξουσία που ασκείται από το μονάρχη: Κληρονόμησε τη μοναρχία χωρίς να είναι ο νόμιμος διάδοχος. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα μονάρχη: Σε αρκετές χώρες υπάρχουν ακόμα μοναρχίες. 3. το κράτος το πολίτευμα του οποίου είναι η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναρχίᾳ — μοναρχίαι , μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχίας — μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem acc pl μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαι — μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαν — μοναρχίᾱν , μοναρχία monarchy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОНАРХИЯ — • Μοναρχία, см. Πολιτεία, Правления формы, 2 сл … Реальный словарь классических древностей
μοναρχιῶν — μοναρχία monarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαις — μοναρχία monarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)