-
1 μεταφερω
1) переносить, перемещать(τι εἴς τι Plat.; τινὰς εἴς или ἐπί τι Dem.)
; переводитьμ. τι ἐπὴ τἀληθές Plat. — перенести что-л. в область действительности2) прилагать, применять(ἐπ΄ ἀνθρώπους τὰς μηχανάς Xen.)
μ. κέντρα πώλοις Eur. — стрекалами подгонять коней3) (из)менять(γνώμην Soph.)
4) смешивать, путать(τοὺς χρόνους Dem.)
5) искажать, извращать(τὰ τῆς πόλεως δίκαια Aeschin.)
6) относить, возвращать, сводить(τὸ γινόμενον εἰς αἰτίας Plut.)
μ. τοὔνομα ἐπὴ τὸν λόγον Arst. — сводить название к (его) смыслу, т.е. этимологически истолковать слово7) именовать в несобственном (переносном) значении, употреблять метафорическиἐκ τῶν ὁμοειδῶν μ. τὰ ἀνώνυμα Arst. — давать безымянным вещам названия однородных вещей;
μεταφέρων φαίη τις ἄν … Arst. — метафорически можно было бы назвать … -
2 μεταφέρω
(αόρ. μετέφερα, (ε)μετάφερα) μετ.1) транспортировать, перевозить; переносить (тж. перен.);μεταφέρω φορτία — транспортировать грузы;
μεταφέρω τη λέξη σε άλλη σειρά — переносить слово на другую строку;
η αφήγηση του μας μετέφερε σε άλλη εποχή его рассказ перенёс нас в другую эпоху;2) переводить (в другое место или на чьё-л. имя); 3) ирон. разносить, распространять (новости и т. п.); 4) переводить (на другой язык); 5) бухг, транспортировать; 6) муз. транспонировать -
3 μεταφέρω
[мэтафэро] ρ переносить, перевозить. -
4 μεταφορεω
-
5 μετενηνοχα
pf. к μεταφέρω См. μεταφερω -
6 μετηνεγκα
-
7 μετοιστεον
adj. verb. к μεταφέρω См. μεταφερω -
8 μετοισω
-
9 συμμεταφερω
одновременно переносить, т.е. уносить, увлекать(τί τινι Plut.)
ἑλκόμενος ὑπό τινος καὴ συμμεταφερόμενος Plut. — увлекаемый кем-л. и всюду за ним следующий -
10 μεταφέρνω
см. μεταφέρω
См. также в других словарях:
μεταφέρω — carry across pres subj act 1st sg μεταφέρω carry across pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφέρω — μεταφέρω, μετέφερα (σπάν. μετάφερα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… … Dictionary of Greek
μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφέρνω — μεταφέρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφέρετε — μεταφέρω carry across pres imperat act 2nd pl μεταφέρω carry across pres ind act 2nd pl μεταφέρω carry across imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφέρῃ — μεταφέρω carry across pres subj mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres ind mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετενηνεγμένα — μεταφέρω carry across perf part mp neut nom/voc/acc pl μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc/acc dual μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερομένων — μεταφέρω carry across pres part mp fem gen pl μεταφέρω carry across pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερόμενον — μεταφέρω carry across pres part mp masc acc sg μεταφέρω carry across pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερόντων — μεταφέρω carry across pres part act masc/neut gen pl μεταφέρω carry across pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)