-
1 συμμεταφερω
одновременно переносить, т.е. уносить, увлекать(τί τινι Plut.)
ἑλκόμενος ὑπό τινος καὴ συμμεταφερόμενος Plut. — увлекаемый кем-л. и всюду за ним следующий
См. также в других словарях:
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek