-
1 μετοισω
См. также в других словарях:
μετοίσω — μεταφέρω carry across fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μετοισω
μετοίσω — μεταφέρω carry across fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)