Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μελί-λωτος

См. также в других словарях:

  • μελίλωτος — (Melilotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για ποώδη φυτά, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής, με ευχάριστη μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Τα κοινότερα είδη του γένους είναι το νυχάκι… …   Dictionary of Greek

  • Melilot — Mélilot Mélilot …   Wikipédia en Français

  • Melilotus — Mélilot Mélilot …   Wikipédia en Français

  • Mélilot — Melilotus albus …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»