Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λωτίζομαι

См. также в других словарях:

  • λωτίζομαι — (Α) [λωτός] 1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών 2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου 3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν» …   Dictionary of Greek

  • λωτίσασθε — λωτίζομαι cull the best aor imperat mid 2nd pl λωτίζομαι cull the best aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτίζειν — λωτίζομαι cull the best pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτίζεται — λωτίζομαι cull the best pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»